Προϊόντα και Υπηρεσίες Βιολογικής Γεωργίας

Σημαντικός εχθρός ανθοκομικών ειδών: Duponchelia fovealis

Duponchelia fovealis (Zeller) (Insecta: Lepidoptera: Crambidae) Σημαντικός εχθρός ανθοκομικών ειδών που αναγνωρίστηκε σε δείγμα χρυσανθέμων. Το έντομο αυτό προσβάλλει πολλά είδη φυτών και τα τελευταία έτη προκαλεί σημαντικές ζημιές. Το έντομο Duponchelia fovealis (Zeller), είναι ένας εχθρός των φυτών σε έλη γλυκών ή αλμυρών νερών της Νότιας Ευρώπης (ηπειρωτική Ισπανία, μέρη της Γαλλίας και της Πορτογαλίας), στην ανατολική περιοχή […]

Duponchelia fovealis (Zeller) (Insecta: Lepidoptera: Crambidae)
Σημαντικός εχθρός ανθοκομικών ειδών που αναγνωρίστηκε σε δείγμα χρυσανθέμων. Το έντομο αυτό προσβάλλει πολλά είδη φυτών και τα τελευταία έτη προκαλεί σημαντικές ζημιές.

Το έντομο Duponchelia fovealis (Zeller), είναι ένας εχθρός των φυτών σε έλη γλυκών ή αλμυρών νερών της Νότιας Ευρώπης (ηπειρωτική Ισπανία, μέρη της Γαλλίας και της Πορτογαλίας), στην ανατολική περιοχή της Μεσογείου (Ελλάδα, Ιταλία, Κορσική, Σκόπια, Μάλτα, Σαρδηνία και Σικελία), στις Κανάριες Νήσους, στην Συρία και την Αλγερία (Bonsignore και Vacante 2010, CABI 2010, Faquaet 2000, McLeod 1996, Guda et al. 1988). Στην Μάλτα, είναι αρκετά κοινό σε κήπους, σε οπωρώνες και έχει σημειωθεί να διαχειμάζει σε εξωτερικούς χώρους, αναπαραγόμενο στα άγρια αυτοφυή φυτά στην Βόρεια Ιταλία (Ανώνυμος 2005a).

Από το 1984, το έντομο αυτό έγινε σημαντικός εχθρός θερμοκηπιακών καλλιεργειών στην Βόρεια Ευρώπη και τον Καναδά, ανθοκομικών ειδών όπως, δρεπτών ανθέων, ή λαχανικών και υδρόβιων φυτών (Ahern 2010, Brambila και Stocks 2010, CABI 2010, Anonymous 2005a, Anonymous 2005b, McLeod 1996). Έχει αναγνωριστεί επίσης ως εχθρός του Eustoma grandiflorum και της φράουλας που καλλιεργούνται εμπορικά στην Ιταλία (Bonsignore και Vacante 2010, Guda et al. 1988).

Γεωγραφική εξάπλωση. Το έντομο έχει εξαπλωθεί σε πολλές περιοχές της Αφρικής και της μέσης Ανατολής, στην ΒΔ Ινδία, Ευρώπη, Καναδά και Ηνωμένες Πολιτείες. Πρώτα αναφέρθηκε εκτός της γνωστής γεωγραφικής ζώνης εξάπλωσής  του, το 1984, όταν βρέθηκε στη Φινλανδία. Στην συνέχεια εντοπίστηκε στο Βέλγιο, την Τσεχική Δημοκρατία, την Δανία, σε περιοχές της Γαλλίας που δεν είχε αναφερθεί πριν, στην Γερμανία, Ολλανδία, Σουηδία, Ουγγαρία, Ηνωμένο Βασίλειο και στον Καναδά.  Διαπιστώθηκε επίσης στην Κύπρο και το Γιβραλτάρ (Ahern 2010, Bonsignore and Vacante 2010, CABI 2010, Anonymous 2005a, Anonymous 2005b, Faquaet 2000, McLeod 1996, Billen 1994).

Ενήλικα. Διαπιστώθηκε ότι τα ενήλικα (αρσενικά και θηλυκά) πετούν χαμηλά και γρήγορα με την κοιλιά τους, κυρτή προς τα πάνω, κάτι που δίνει στο είδος ένα μοναδικό μοτίβο πτήσης. Επιπλέον, έχει παρατηρηθεί ότι σε βαριές προσβολές, τα ενήλικα μπορούν να κινηθούν σε σμήνη

Αυγά. Τα αυγά είναι διαστάσεων 0,5 X 0,7 χιλιοστά και είναι υπόλευκα-πράσινα ή άχυρο-χρωματισμένα αμέσως μετά την εναπόθεση. Στην συνέχεια γίνονται ροζ και, αργότερα, κατά την ανάπτυξη του εμβρύου,  αποκτούν κόκκινο χρώμα ενώ γίνονται καφέ πριν την επώασή τους. Εναποτίθενται μεμονωμένα ή σε μικρές ομάδες από τρία έως δέκα αλληλοεπικαλυπτόμενα. Τα αυγά εναποτίθενται ως επί το πλείστον στην κάτω επιφάνεια των φύλλων (κοντά στα νεύρα), αν και μπορούν επίσης να βρεθούν στην επάνω επιφάνεια των φύλλων, στα στελέχη, στην βάση του φυτού , ή στο ανώτερο εδαφικό στρώμα (Bethke and Vander Mey 2010, Bonsignore and Vacante 2010, Brambila and Stocks 2010, CABI 2010, Hoffman 2010, Anonymous 2005a, Anonymous 2005b, Billen 1994, Trematerra 1990, Guda et al. 1988). Τα θηλυκά έχει επίσης αναφερθεί ότι αφήνουν αυγά και σε διάφορα υλικά (πάγκοι, σκελετοί κατασκευών) εντός του θερμοκηπίου (Jackel et al. 1996).

Προνύμφες. Κατά την εκκόλαψη, οι προνύμφες είναι μήκους 1.5 mm και έχουν ένα λαμπερό σκούρο κεφάλι και ροζ σώμα με μια γραμμή που διαχωρίζει τις καφέ – γκρι κηλίδες που εκτείνονται πέρα από και γύρω από το κάθε τμήμα του εντόμου. Σε ορισμένα τμήματα, υπάρχουν δύο εγκάρσιες σειρές από αυτά τα σημεία. Υπάρχει επίσης μία  σκληρή ραχιαία πλάκα (ή περιοχή) που βρίσκεται στο τμήμα ακριβώς πίσω από το κεφάλι. Αυτή είναι χρώματος σκούρου όπως της κεφαλής (Bethke and Vander Mey 2010, Bonsignore and Vacante 2010, Brambila and Stocks 2010, CABI 2010, Hoffman 2010, Trematerra 1990, Guda et al. 1988).  Καθώς αναπτύσσονται οι προνύμφες, το χρώμα τους αλλάζει σε κρεμ- λευκό ή ανοικτό καφέ (CABI 2010, Trematerra 1990). Επίσης το χρώμα του ποικίλει ανάλογα με το φυτό ξενιστή (CABI 2010, Guda et al. 1988). Σε ορισμένες περιπτώσεις, το χρώμα των προνυμφών μπορεί ακόμη να είναι αρκετά σκούρο (λόγω ίσως πρόσφατης σίτισης) καθιστώντας τις χαρακτηριστικές κηλίδες που φέρει στα τμήματα του σώματός του δυσδιάκριτες. Επίσης, φαίνεται να χάνονται οι κηλίδες λίγο πριν την νύμφωση(Anonymous 2005b, Trematerra 1990). Οι Marek and Bártová (1998) έχουν αναφέρει ότι οι προνύμφες είναι φωτοφοβικές και όταν είναι εκτεθειμένες σε φως, κινούνται εμπρός – πίσω ζωηρά. Έχει επίσης σημειωθεί ότι κατά την σίτισή τους σε υδρόβια είδη φυτών, δεν φαίνεται να πειράζουν τα φύλλα που έχουν βυθιστεί στο νερό. (CABI 2010, Billen 1994).

Νύμφες. Το έντομο νυμφώνεται σε ένα κουκούλι από μετάξινα νημάτια και σωματίδια εδάφους. Το κουκούλι είναι μήκους 15 έως 19 mm. Οι νύμφες έχουν κίτρινο – καφέ χρώμα (που σκουραίνει καθώς σχηματίζεται το ενήλικο) και είναι μήκους 9 έως 12 mm (Bethke and Vander Mey 2010, Bonsignore and Vacante 2010, Brambila and Stocks 2010, CABI 2010, Hoffman 2010, Anonymous 2005b, Trematerra 1990, Guda et al. 1988).

Βιολογικός κύκλος

Η διάρκεια ανάπτυξης του εντόμου αυτού ποικίλλει ανάλογα με την επικρατούσα θερμοκρασία. Σε ένα σταθερό περιβάλλον (20° C), ο χρόνος ανάπτυξης είναι τέσσερις έως εννέα ημέρες για το στάδιο του αυγού τρεις έως τέσσερις εβδομάδες για τις προνύμφες, μία έως δύο εβδομάδες για την περίοδο νύμφωσης και μία με δύο εβδομάδες για τα ενήλικα (έξι έως οκτώ εβδομάδες συνολικά). Τα  ενήλικα αρσενικά ζευγαρώνουν με τα θηλυκά εντός 24 ωρών από την εμφάνισή τους. Τα θηλυκά μπορούν να ωοτοκήσουν 200 αυγά κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Εντός θερμοκηπίου, έχουν καταγραφεί οκτώ έως εννέα γενεές ανά έτος (Ahern 2010, Bethke and Vander Mey 2010, Bonsignore and Vacante 2010, Brambila and Stocks 2010, CABI 2010, Hoffman 2010, Unknown 2006a, Anonymous 2005a, Anonymous 2005b, Jackel et al. 1996, Pijnakker 2001, Romeijn 1996). Το έντομο αυτό δεν φαίνεται να είναι ανθεκτικό στο κρύο και δεν έχει παρατηρηθεί στο έντομο αυτό χειμερινή διάπαυση. Στα βόρεια κλίματα, είναι κυρίως ένα παράσιτο των θερμοκηπίων (αν και μπορεί να βρεθεί εκτός κατά τη διάρκεια των θερμών καλοκαιρινών μηνών, ενώ πεθαίνει όταν επικρατήσουν ψυχρές συνθήκες). (Ahern 2010, Brambila and Stocks 2010, CABI 2010, Hoffman 2010, Anonymous 2005a, Anonymous 2005b, Faquaet 2000). Βάσει αυτών των παρατηρήσεων, στα πιο ζεστά, υγρά κλίματα, μπορεί να βρεθεί το είδος αυτό στην ύπαιθρο για μεγάλο διάστημα. Αξίζει να σημειωθεί ότι το έντομο δεν αδρανοποιείται (διαπαύει) και μπορεί να δραστηριοποιείται συνεχώς σε περιοχές όπως τα Κανάρια νησιά, όπου έχει σημειωθεί ότι έχει συνεχόμενες γενιές λόγω ενός αρκετά σταθερού κλίματος όλο τον χρόνο. Ωστόσο, σε μια επιστημονική εργασία σημειώνεται ότι το έντομο μπορεί να διαχειμάσει στο στάδιο της νύμφης (Unknown 2006a). Η ικανότητα του εντόμου να διαχειμάσει στο στάδιο της νύμφης, εξαρτάται από την παρουσία ενηλίκων από τον Απρίλιο μέχρι τον Μάιο και από τον Αύγουστο έως τον Οκτώβριο (τουλάχιστον 2 γενιές σε ένα έτος) (Ahern 2010, CABI 2010, Anonymous 2005b, Faquaet 2000, Marek and Bártová 1998, Guda et al. 1988).

Ικανότητα διασποράς

Τα ενήλικα είναι ικανά στην πτήση (πάνω από 100 χιλιόμετρα ή 62 μίλια), αλλά μπορεί επίσης να ταξιδέψουν και με διάφορα υλικά συσκευασίας ή παρεμφερή υλικά και μέσα καθώς επίσης με φρούτα, βότανα, φρέσκα λαχανικά και κομμένα άνθη και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μπορούν να αντέξουν στις συνθήκες μεταφοράς και κρύβονται καλά (CABI 2010, Derksen and Whilby 2010, Hoffman 2010, Anonymous 2005a, Anonymous 2005b, Stocks and colleagues – προσωπική παρατήρηση). Σε μία εργασία, αναφέρεται ότι το έντομο αυτό έχει διασπαρεί και μεταφέρεται με τα φυτά γλώσσα της πεθεράς, Sansevieria spp., Croton spp, και Aglaonema spp, μέσα από την εμπορική ναυτιλία (Unknown 2006b).

Φυτά ξενιστές

Το έντομο αυτό έχει αναγνωριστεί ως εχθρός σε τουλάχιστον 35 είδη φυτών. Αυτά είναι:

  • Alternanthera splendid, υδρόβιο φυτό
  • Alternanthera rosaefolia, υδρόβιο φυτό
  • Apium graveolens
  • Bacopa lanigera
  • Begonia tuberosa
  • Begonia elatior
  • Bellis perennis
  • Beta vulgaris
  • Capsicum annuum
  • Chenopodium album
  • Convolvulus arvensis
  • Cuphea hyssopifolia
  • Echinodorus tropica
  • Echinodorus parviflorus
  • Euphorbia pulcherrima
  • Eustoma grandiflorum
  • Ficus triangularis
  • Hyeronima alchorneoides
  • Hygrophila rubella, υδρόβιο φυτό
  • Ludwigia glandulosa, υδρόβιο φυτό
  • Ludwigia perennis, υδρόβιο φυτό
  • Malva sylvestris
  • Mentha pulegium
  • Nesaea pedicellata, υδρόβιο φυτό
  • Ocimum basilicum
  • Origanum majorana
  • Oxalis acetosella
  • Plantago lanceolata
  • Portulaca oleracea
  • Punica granatum
  • Ranunculus repens
  • Rotala macranda, υδρόβιο φυτό
  • Rotala wallichii, υδρόβιο φυτό
  • Rubus fruticosus
  • Solanum lycopersicum

Επιπροσθέτως μπορεί να προσβάλλει φυτά και από τα πιο κάτω γένη:

  • Amaranthus
  • Anemone
  • Annona
  • Anthurium
  • Bouvardia
  • Calathea
  • Chrysanthemum
  • Cineraria
  • Codiaeum
  • Coleus
  • Cucumis
  • Cucurbita
  • Cyclamen
  • Fragaria
  • Gerbera
  • Heuchera
  • Impatiens
  • Kalanchoe
  • Lactuca
  • Limonium
  • Lysimachia
  • Ophiopogon
  • Pelargonium
  • Paeon
  • Phalaenopsis
  • Rhododendron
  • Rosa
  • Rumex
  • Sambucus
  • Sarracenia
  • Senecio
  • Tanacetum
  • Thymus
  • Ulmus
  • Zea

Ιδιαίτερα ευπαθή φυτά είναι και τα καλλωπιστικά υδρόβια φυτά (ειδικά όταν αναπτύσσονται σε περιβάλλον θερμοκηπίου) (Ahern 2010).

Ζημιά

Το έντομο προκαλεί ζημιά σε ρίζες, φύλλα, λουλούδια, οφθαλμούς και φρούτα στα οποία τρέφεται ως προνύμφη (Ahern 2010, Bethke and Vander Mey 2010, Anonymous 2005a, Anonymous 2005b, Bonsignore and Vacante 2010, CABI 2010, Hoffman 2010, Murphy 2005, Messelink and Van Wensveen 2003, Pijnakker 2001). Στα φύλλα, η ζημιά από την προνύμφη εμφανίζεται αρχικά ως στρογγυλά ή σε σχήμα ημισελήνου δαγκώματα έξω από τα φύλλα, αλλά τελικά τρώγεται το σύνολο των φύλλων (Bonsignore and Vacante 2010, Marek and Bártová 1998, Romeijn 1996, Guda et al. 1988). Τα φύλλα που προσβάλλονται είναι συνήθως στη βάση του φυτού, αλλά υπάρχει πιθανότητα να προσβληθούν και αυτά της κορυφής όταν τα φυτά τοποθετούνται πολύ κοντά (Ahern 2010, Brambila and Stocks 2010, CABI 2010, Messelink and Van Wensveen 2003).
Τελευταίας ηλικίας προνύμφες μπορούν ακόμη να τρυπήσουν και μαλακά ξυλώδη ή ποώδη φυτικά στελέχη, προκαλώντας περισσότερες ζημιές (Ahern 2010, Bethke and Vander Mey 2010, CABI 2010, Hoffman 2010, Anonymous 2005a, Anonymous 2005b, Murphy 2005, Pijnakker 2001, Romeijn 1996, Guda et al. 1988). Στις τρύπες από το τρύπημα του επιβλαβούς αυτού εντόμου στο στέλεχος μπορεί να αναπτυχθεί ο μύκητας Botrytis cinerea (Guda et al. 1988).

Σε φυτά γλάστρας, όπου το χώμα δεν είναι σκληρό γύρω από τις ρίζες, οι προνύμφες μπορούν να βρεθούν κάτω από το έδαφος, μερικές φορές τρεφόμενες στις ρίζες (Ahern 2010, CABI 2010, Messelink and Van Wensveen 2003, Pijnakker 2001, Guda et al. 1988). Μπορούν επίσης να τραφούν σε φυτικά υπολείμματα (Anonymous 2005a, Anonymous 2005b, Murphy 2005, Pijnakker 2001). Οι McLeod (1996), Romeijn (1996), Messelink and Van Wensveen (2003), and Murphy (2005), αναφέρουν ότι ενώ δεν προκαλούν καμία ζημιά μπορούν να επιβιώσουν στην τριανταφυλλιά, υψηλοί πληθυσμοί προνυμφών που ενδεχομένως θα μπορούσε να αποτελούν πηγή μόλυνσης για άλλα φυτά. Μερικές φορές, το έντομο αυτό τρώει τόσο επιθετικά ώστε στο τέλος να απομένει μόνο το στέλεχος του φυτού (Marek and Bártová 1998). Άλλες φορές, οι εξωτερικές ζημιές μπορεί να γίνουν αντιληπτές μόνο όταν υπάρχει βαριά προχωρημένη προσβολή στα στελέχη. (Unknown 2006a). Τα στελέχη καταρρέουν στη συνέχεια ξαφνικά χωρίς κάποια εξωτερικά συμπτώματα στο φυτό (Unknown 2006a, Billen 1994). Για τον εντοπισμό του εντόμου, μπορεί να παρατηρήσετε μετάξινες υφές δίκτυα διατροφής, ιδίως στα σημεία επαφής των φύλλων με το έδαφος (Bonsignore and Vacante 2010, Brambila και Stocks 2010, Anonymous 2005b, Romeijn 1996). Τα ενήλικα είναι νυκτόβια και χρησιμοποιούν ως καταφύγιο περιοχές (όπως κάτω από βλάστηση) ή έξω από δοχεία (ειδικά όταν τα δοχεία αυτά βρίσκονται σε ομάδες και σχηματίζουν μια μεγαλύτερη προστατευμένη περιοχή). Όταν τα ενήλικα ενοχληθούν η πτήση τους είναι μικρής διάρκειας και ακανόνιστη (Bonsignore and Vacante 2010, Guda et al. 1988, Stocks και συνεργάτες – προσωπική παρατήρηση).

Αντιμετώπιση

Βιολογικά μέσα
Bt – Bacillus thuringiensis
Dalotia coriaria (Coleoptera: Staphylinidae), μπορεί να βρίσκεται στο εμπόριο ως Atheta coriaria
Heterorhabditis bacteriophora και Steinernema spp. – εντομοπαθογόνοι νηματώδεις
BIOSHELL ZFD βιολογικό βιοδραστικό προϊόν της εταιρείας ΑΓΡΟΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑ

Βιολογικοί παράγοντες για το στάδιο του αυγού:
Gaeolaelaps aculeifer – αρπακτικό άκαρι (Acari: Mesostigmata: Laelapidae) μπορεί να υπάρχει στο εμπόριο ως Hypoaspis aculeifer
Dalotia coriaria
Stratiolaelaps scimitus – αρπακτικό άκαρι (Acari: Mesostigmata: Laelapidae) μπορεί να υπάρχει στο εμπόριο ως Hypoaspis miles
Trichogramma evanescens, Trichogramma cacoeciae και Trichogramma brassicae – παρασιτοειδή (Hymenoptera: Trichogrammatidae

Χημικός έλεγχος

spinosad (Laser 480 SL)
tau fluvalinate (Mavrik Aquaflow EW)
deltamethrin (Decis Protech 1.5EW κλπ)
esfenvalerate (Abalar 2.5EC, Plinto 2.5EC Sumi Alpha 5EC)
lambda-cyhalothrin (Karate 1.5 CS zeon κλπ)

Επιπροσθέτως

imidacloprid (Confidor 200SL κλπ)
methomyl (Lannate 20SL κλπ)
ethoprop (Mocap 10GR)
emamectin benzoate (Affirm opti 9.5WG)
chlorantraniliprole (Coragen κλπ)

Ο στοχευμένος ψεκασμός των φυτών μπορεί να είναι καλύτερη εφαρμογή από ό, τι ο ψεκασμός σε γενικές γραμμές η περιοχή λόγω της συμπεριφοράς των προνυμφών (δηλαδή διάτρηση του στελέχους σχηματισμός μετάξινων σηράγγων διατροφής μεταξύ φύλλων και εδάφους, κ.λπ.) (Ahern 2010, Bethke and Vander Mey 2010, Brambila και Stocks 2010, Anonymous 2005a, Pijnakker 2001, Guda et al. 1988). Εντομοκτόνα επαφής συνιστώνται για χρήση πριν οι προνύμφες μπουν στα στελέχη ενώ αφού οι προνύμφες έχουν βρεθεί στο στέλεχος προτείνονται διασυστηματικές εφαρμογές χημικών ουσιών που μπορούν να εφαρμοστούν μέσω του νερού άρδευσης (Unknown 2006b, Arzone et al. 2002). Σε συνθήκες θερμοκηπίου, τα ενήλικα μπορεί να αντιμετωπιστούν με ένα αερόλυμα ή ψεκασμό λεπτού σταγονιδίου κατά την διάρκεια της νύκτας (Bethke and Vander Mey 2010).

Επιλεγμένη βιβλιογραφία

Ahern R. (September 2010). Amended New Pest Advisory Group Report. Duponchelia fovealis Zeller: Lepidoptera/Pyralidae. UF/IFAS Pest Alert. http://entomology.ifas.ufl.edu/pestalert/Duponchelia_fovealis_NPAG_ET_Report_20100917.pdf (29 September 2011).
Anonymous. (2005a). Risk management decision document for Duponchelia fovealis in Canada. Canadian Food Inspection Agency. UF/IFAS Pest Alert. http://entomology.ifas.ufl.edu/pestalert/duponchelia_fovealis_risk_management.pdf (30 September 2011).
Anonymous. (December 2005b). Plant Pest Information: Duponchelia fovealis Zeller. Canadian Food Inspection Agency. UF/IFAS Pest Alert. http://entomology.ifas.ufl.edu/pestalert/duponchelia_fovealis_canada.pdf (30 September 2011).
Arzone A, Tavella L, Alma A. 2002. Evoluzione dei problemi entomologici delle coltivazioni floricole e florovivaistiche. Informatore Fitopatologico 52(2): 22-31.
Bethke J, Vander Mey B. Pest Alert: Duponchelia fovealis. University of California Cooperative Extension, San Diego. http://ucanr.org/sites/cetest/files/55177.pdf (29 September 2011).
Billen W. 1994. On the harmfulness of Duponchelia fovealis (Zeller, 1847) in Germany (Lepidoptera, Pyralidae). Nota Lepidopterol 16(3/4): 212.
Bonsignore CP, Vacante V. 2010. Duponchelia fovealis (Zeller). Une nuova emergenza per la fragola?. Protezione delle colture, pp. 40-43.
Brambila J, Stocks I. (December 2010). The European pepper moth, Duponchelia fovealis Zeller (Lepidoptera: Crambidae), a Mediterranean pest moth discovered in central Florida. FDACS – Division of Plant Industry. https://www.freshfromflorida.com/content/download/66346/1600726/Pest_Alert_-_The_European_Pepper_Moth_-_Duponchelia_fovealis.pdf (20 July 2018)
CABI International. (2010). Selected sections for: Duponchelia fovealis (southern European marshland pyralid). Crop Protection Compendium. http://www.cabi.org/cpc/ (30 September 2011).
Clark JS. 2000. Duponchelia fovealis (Zell.) arriving on imported plant material. Atropos 10: 20-21.
Derksen A, Whilby L. (2011). Update on Florida CAPS trapping activities for Duponchelia fovealis Zeller, September 2010 to May 2011. CAPS Report. http://www.cabi.org/cpc/ (30 September 2011).
DeVenter P van. (2009). Water trap best for catching Duponchelia. In the Greenhouse.https://core.ac.uk/download/pdf/29254935.pdf (20 July 2018)
Faquaet M. 2000. Duponchelia fovealis, een nieuwe soort voor de Belgische fauna (Lepidoptera: Pyralidae). Phegea 28: 1.
Guda CD, Capizzi A, Trematerra P. 1988. Damages on Eustoma grandiflorum (Raf.) Shinn. caused by Duponchelia fovealis (Zeller). Annali dell’Istituto Sperimentale per la Floricultura 19: 3-11.
Hoffman K. (July 2010). CDFA Detection Advisory for a Cramid moth: Duponchelia fovealis (Zeller) (Pyraloidea: Crambidae). County of Kern, California. http://www.kernag.com/dept/news/2010/2010-san-diego-duponchelia-fovealis-07-16-2010.pdf (29 September 2011).
Jackel B, Kummer B, Kurhais M. 1996. Biological control of Duponchelia fovealis Zeller (Lepidoptera, Pyralidae). Mitteilungen aus der Biologishen fur Land und Forstwirtschaft 321: 483.
MacLeod A. 1996. Summary Pest Risk Assessment: Duponchelia fovealis. DEFRA (Department for Environment, Food and Rural Affairs), Central Science Laboratory, Sand Hutton, York, United Kingdom.
Marek J, Bártová E. 1998. Duponchelia fovealis Zeller, 1847, a new pest of glasshouse plants in the Czech Republic. Plant Protection Science 34: 151-152.
Messelink G, Van Wensveen W. 2003. Biocontrol of Duponchelia fovealis (Lepidoptera: Pyralidae) with soil-dwelling predators in potted plants. Communications in Agriculture and Applied Biological Sciences, Ghent University, 68(4a), pp. 159-165.
Murphy G. (August 2005). Duponchelia fovealis – pronouncing it is just the start of the battle. Ontario Ministry of Agriculture, Food and Rural Affairs. http://www.omafra.gov.on.ca/english/crops/hort/news/grower/2005/08gn05a1.htm (no longer available online).
NAPPO. (November 2010). Thirteen new state detections of Duponchelia fovealis, United States. Phytosanitary Alert System. http://www.pestalert.org/oprDetail.cfm?oprID=466&keyword=Duponchelia%20fovealis (29 September 2011).
Osborne LS. (2011). European pepper moth. Mid-Florida Research and Education Center. http://mrec.ifas.ufl.edu/lso/dupon/ (3 October 2011).
Pijnakker J. 2001. Duponchelia fovealis, le lépidoptère redouté des plantes en pot aux Pays-Bas. Revue Horticole 429: 51-53.
Romeijn G. 1996. Een nieuwe plaag in de kas. Vakblad voor de Bloemisterij 47: 46-47.
Trematerra P. 1990. Morphological aspects of Duponchelia fovealis Zeller (Lepidoptera: Pyralidae). Redia 73: 41-52.
Unknown. 2006a. Duponchelia alla ribalta. Dall’estero. Colture Protette No. 3, page 14.
Unknown. 2006b. Duponchelia: capitolo secondo. Dall’estero. Colture Protette No. 4, page 24.
Zandigiacimo P, Buian FM. 2007. Duponchelia fovealis: Un Lepidopterro Crambide Dannoso alle Colture Floricole. Notiziario ERSA, 20: 3-5.
Zimmermann O. 2004. Use of Trichogramma wasps in Germany; Present status of research and commercial application of egg parasitoids against lepidopterous pests for crop. Gesunde Pflanzen 56: 157-166.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *