Αναγνωρίσεις εχθρών και ασθενειών των φυτών
Service Overview
Παραδείγματα:
α) Acizzia jamatonica (Homoptera: psyllidae) Πρώτη διαπίστωση στη χώρα μας
Ενήλικο και αυγά της Acizzia jamatonica σε φύλλο Ακακίας Κωνσταντινουπόλεως
Αναγνωρίστηκε, από τον Δρ Ζ. Ζαρταλούδη, η πράσινη ψύλλα Acizzia jamatonica (Homoptera:
psyllidae) Πρόκειται περί ενός μονοφάγου Ασιατικού είδους ψύλλας των φυτών της οικογένειας Albizzia,
το οποίο στην Ευρώπη προσβάλλει την Ακακία Κωνσταντινουπόλεως (Albizzia julibrissin). Η πρώτη του εμφάνιση στην Ευρώπη υπήρξε στην Ιταλία το 2001 και έκτοτε διαδόθηκε και σε άλλες χώρες όπως στην Γαλλία το 2004. Στη χώρα μας επισημάνθηκε για πρώτη φορά το 2007 σε άλσος στο κέντρο της πόλης της Θεσσαλονίκης (περιοχή Παπάφη).
Ζartaloudis Z. (2007): Et1: Species identificationexamination of samples. Et1.1: It was identified, the green psyllid, Acizzia jamatonica (Homoptera: psyllidae) in the Laboratory of Entomology and Zoology. Annual Report of Nagref-Plant Protection Institute of Thessaloniki: 64.
β) Agrius convolvuli (Linnaeus, 1758)
Προνύμφη Agrius convolvuli (Linnaeus, 1758)
Ένα μεγάλο είδος μεταναστευτικού εντόμου, που φθάνει σε μήκος πάνω από 10cm. Εμφανίζεται μερικές φορές σε μεγάλους πληθυσμούς. Συχνότερα εμφανίζεται στα τέλη του καλοκαιριού και το φθινόπωρο. Μεταναστεύει κάθε έτος από τη νότια Ευρώπη ακολουθώντας τους νότιους ανέμους. Τα ενήλικα έχουν καταγραφεί σε μικρούς αριθμούς περιστασιακά από το 1991 με εξαίρεση το 1993 και το 1995.
Σημαντικά χαρακτηριστικά αναγνώρισης:
Μεγάλη πεταλούδα
Τρεφόμενη αιωρείται πάνω από τα άνθη
Διαθέτει πολύ μακριά προβοσκίδα
Φέρει ευρεία κοιλία με μια ραχιαία λωρίδα με ρόδινες και μαύρες ζώνες
Περίοδος πτήσης
Είναι αποδημητικό είδος με μεγάλη γεωγραφική διασπορά. Τα άτομά του καταγράφονται κυρίως μεταξύ των πρώτων μηνών του καλοκαιριού και μέχρι τα τέλη του φθινοπώρου.
Διασπορά: Νότια Ευρώπη Ασία και Αφρική.
Ταξινόμηση
Class: Insecta
Order: Lepidoptera
Family: Sphingidae
Genus: Agrius
Species: convolvuli
Common Name: Convolvulus Hawk-moth
γ) Aphis illinoisensis Hemiptera Aphididae Πρώτη διαπίστωση του εντόμου στην Μακεδονία
Η αμερικανική αφίδα της αμπέλου. Έχει μέγεθος 2 – 2,5 mm, μαλακό σώμα και κοκκινωπό-καφέ έως μαύρο χρώμα. Μυζούν το χυμό των φυτών με το χαρακτηριστικό στοματικό τους μόριο rostrum (στυλεό). Οι αφίδες της αμπέλου φέρουν δύο ραχιαίους σωλήνες (σιφόνια) στο άνω μέρος της κοιλίας τους. Προσβάλλει κυρίως την Σουλτανίνα. Διαπιστώθηκε για πρώτη φορά στην Μακεδονία στην Μεταμόρφωση Χαλκιδικής το έτος 2017.
Ταξινόμηση
Τάξη: Hemiptera
Υποτάξη: Sternorrhyncha
Οικογένεια: Aphididae
Γένος: Aphis
Είδος: illinoisensis
δ) Cryptomyzus ribis (L.) Homoptera: Aphididae
Ξενιστές :
Το Ribes rubrum (φραγκοστάφυλο) χειμερινός (πρωτεύων) ξενιστής ενώ το Leonurus cardiaca και το Stachys palustris αναφέρονται ως θερινοί ξενιστές.
Ζημιά και διάγνωση:
Η αφίδα αυτή τρέφεται στην κάτω επιφάνεια των αναπτυσσόμενων φύλλων και συνήθως προκαλεί μια παραμόρφωση ερυθρού χρώματος (προεξέχουσες πορφυροειδείς κυψέλες). Οι πληγείσες περιοχές των φύλλων συχνά αποχρωματίζονται, παίρνοντας ένα έντονο κόκκινο χρώμα ή ένα πιο ανοικτό πορτοκαλί-κόκκινο χρώμα σε άλλα είδη Ribes . Η παραγωγή συνήθως δεν επηρεάζεται.
Βιολογικός κύκλος
Διαχειμάζει ως ωό στην βάση των οφθαλμών. Τα ωά εκκολάπτονται λίγο μετά το άνοιγμα των οφθαλμών και οι αφίδες τρέφονται για αρκετές εβδομάδες στα φυτά πριν την εμφάνιση της πτερωτής μορφής που θα διασπαρεί στους θερινούς ξενιστές. Κάποιες αφίδες παραμένουν στον πρωτεύοντα ξενιστή, φραγκοστάφυλο (Ribes) όλο το χρόνο, αλλά ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού μεταναστεύει στους θερινούς ξενιστές όπου επιβιώνει κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Πτερωτές μορφές, συμπεριλαμβανομένων των έμφυλων σταδίων, παράγονται στο τέλος του καλοκαιριού και είναι αυτές που επιστρέφουν στους πρωτεύοντες ξενιστές όπου ωοτοκούν τα ωά που θα διαχειμάσουν.
Πρώτη αναφορά προσβολής βερυκοκκιάς από την αφίδα Cryptomyzus ribis
Στις 17 Απριλίου 2016, στην περιοχή Ζωγράφου Χαλκιδικής σε καλλιέργεια βερυκοκκιάς (ενός έτους) στο χωράφι βρέθηκαν κάποια φυτά με έναν ή δυο βλαστούς ανά φυτό με έντονα συμπτώματα προσβολής από την Cryptomyzus ribis μια αφίδα που προσβάλλει πρωτογενώς (διαχειμάζει) είδη φραγκοστάφυλου.
Φυτό βερυκοκκιάς με παραμορφωμένα φύλλα έντονου κόκκινου χρώματος. Φωτο agroecosystem
Παραμορφωμένα φύλλα σε βλαστό. Φωτο agroecosystem
Κορυφαία παραμορφωμένη βλάστηση βερυκοκκιάς με έντονα παραμορφωμένα φύλλα όπου διακρίνονται αφίδες άπτερης μορφήςστην κάτω επιφάνεια του φύλλου και στον βλαστό. Φωτο agroecosystem
Φωτο agroecosystem
ε) Αναγνώριση του εντόμου Athalia rosae (Turnip sawfly) ως εχθρού του λαχάνου. Η αναγνώριση του εντόμου αυτού είναι σημαντική , διότι τα σταυρανθή (λάχανα, ελαιοκράμβη, κουνουπίδι, μπρόκολα κ.ά) συνήθως προσβάλλονται από την προνύμφη (σκωληκόμορφη ατελής μορφή εντόμου) της πιερίδας (Pieris brassicae) που ανήκει στην Τάξη των Λεπιδοπτέρων και είναι ευαίσθητη στα σκευάσματα του Βακίλου της Θουριγγίας που συνήθως χρησιμοποιούν οι παραγωγοί. Η Athalia rosae όμως είναι Υμενόπτερο και δεν αντιμετωπίζεται με τα πιο πάνω σκευάσματα.
Προσβολή φυτών λάχανου
Περιγραφή
Το ενήλικο είναι μήκους 7 – 8 χιλ. κιτρινόμαυρο. Οι προνύμφες είναι πρασινωπές/μαύρες με μια λωρίδα ελαφρύτερου χρωματισμού κατά μήκος της πλευράς και όταν αυξάνεται πλήρως φθάνει τα 18 χιλ.. Τα ενήλικα επισκέπτονται ένα ευρύ φάσμα λουλουδιών όπου τρέφονται με γύρη και νέκταρ.
Ζημιές
Οι προνύμφες μπορούν να βρεθούν εύκολα και να προσδιοριστούν κοντά ή επάνω στα φυτά που προσβάλλει. Συνήθως τρέφονται με τα φύλλα των φυτών της οικογένειας Cruciferae. Αρχικά οι προνύμφες τρέφονται κοντά στη θέση εκκόλαψης ενώ στη συνέχεια μετακινούνται στην κάτω επιφάνεια των φύλλων. Τα φύλλα των φυτών μένουν με τα νεύρα, ένώ τα τρυφερά και νέα φύλλα μπορεί να φαγωθούν πλήρως.
Βιολογικός κύκλος
Τα ενήλικα βγαίνουν από τις θέσεις νύμφωσης νωρίς το καλοκαίρι και με ευνοϊκές συνθήκες θερμοκρασίας τα αυγά γεννιούνται στα φύλλα των φυτών κραμβολαχάνου. Μετά από μια μικρή χρονική περίοδο τα αυγά εκκολάπτονται και οι προνύμφες που προκύπτουν αρχίζουν να διασπείρονται στα διάφορα φυτά ξενιστές του. Όταν αναπτυχθούν οι προνύμφες κινούνται προς τις ρωγμές του εδάφους για νύμφωση. Μπορεί να αναπτύξει μέχρι 3 γενεές ετησίως.
Σημασία Αν και είναι σπάνιο, υπάρχουν χρονιές με σημαντικές εξάρσεις πληθυσμού κυρίως στην ελαιοκράμβη ή και άλλα αυτοφυή ή καλλιεργούμενα φυτά.
Όριο επέμβασης
1 / 2 προνύμφες ανά φυτό.
Δρ Ζώης Δ. Ζαρταλούδης Εντομολόγος
στ) Psylliodes chrysocephala (L) Coleoptera, Chrysomelidae (Σκαθάρι των Σταυρανθών)
Περιγραφή
– Ενήλικο: Έχει μήκος 3,5 – 4,5 mm, είναι ελαφρώς κυρτό και επίμηκες, το σώμα του έχει χρώμα μαύρο- μπλε με μεταλλική γυαλάδα. Το κεφάλι του είναι κοκκινωπό, και φέρει κόκκινα τα τελευταία άρθρα στις κεραίες και τα πρόσθια πόδια
– Αυγό: Είναι σχήματος οβάλ, διαστάσεων 0,9 x 0,4 mm, και χρώματος ανοιχτού πορτοκαλί.
– Προνύμφη: Αρχικά μετά την εκκόλαψη είναι μήκους 1,5 mm και φθάνει έως τα 8mm στο τέλος της ανάπτυξής της. Είναι μαλακού σώματος, χρώματος κιτρινωπού λευκού αρχικά και καφέ στη συνέχεια με μπεζ κεφαλή και θωρακική πλάκα.
Βιολογία
– Ξενιστές: Άγρια και καλλιεργούμενα φυτά της οικογένειας Βrassicae
– Ενήλικα: Τα νεαρά ενήλικα εμφανίζονται τον Μάιο-Ιούνιο και τρέφονται στα φύλλα και τους πράσινους λοβούς. Στη συνέχεια, προστατευμένα κάτω από το φύλλωμα των φυτών που βρίσκονται στις άκρες των αγρών , εισέρχονται σε καλοκαιρινή διάπαυση. Όταν επανέρχεται σε δραστηριότητα, πετάει προς τα πρόσφατα σπαρμένα με ελαιοκράμβη χωράφια και προσβάλλει τους βλαστάνοντες σπόρους, τα νεαρά φυτά και τα νεαρά φύλλα. Μετά από 10 έως 15 ημέρες, το θηλυκό αρχίζει να ωοτοκεί και σταματά όταν η θερμοκρασία πέφτει κάτω από 0 ° C, για να ξεκινήσει και πάλι στο τέλος του χειμώνα. Το θηλυκό έχει συνολική γονιμότητα (πριν και μετά το χειμώνα), 70 έως 150 αυγά.
– Αυγά: Αυτά εναποτίθενται στην επιφάνεια ή τις σχισμές του εδάφους,
μεμονωμένα ή σε ομάδες των 2 έως 8, δίπλα στα στελέχη των φυτών.
– Προνύμφη: Αμέσως μετά την εκκόλαψη, εισέρχεται στο φυτό από την
επάνω επιφάνεια του μίσχου ενός από τα παλαιότερα φύλλα. Τρώει την ψίχα, και στη συνέχεια, περνάει στο μίσχο και μπορεί να φθάσει έτσι στον ακραίο οφθαλμό.
– Πουπα: Νυμφώνεται στο έδαφος, σε βάθος που κυμαίνεται μεταξύ 0,5 και 8 εκατοστά.
Βιολογικός κύκλος
Το έντομο αυτό έχει μία γενεά. Τα ενήλικα έχουν καλοκαιρινή διάπαυση και επαναδραστηριοποιούνται στα τέλη Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου, παρουσιάζοντας σημαντικές διακυμάνσεις ανάλογα με την περιοχή, το έτος και τις κλιματικές συνθήκες. Μια βροχερή φθινοπωρινή περίοδος ευνοεί μαζική εμφάνιση του εντόμου. Η Εκκόλαψη των αυγών ξεκινά το φθινόπωρο με μια παύση από τον Φεβρουάριο μέχρι τα μέσα Μαρτίου.


Ζημιές
– Τα Ενήλικα προσβάλουν τα νεαρά φυτά της ελαιοκράμβης και μπορούν να καταστρέψουν τελείως την καλλιέργεια. Αργότερα, τα ενήλικα προσβάλουν τα ώριμα φύλλα μεγαλυτέρων σε ηλικία φυτών, αποδυναμώνοντάς τα.
Τα φυτά που προσβάλλονται από τις προνύμφες έχουν καθυστερημένη ανάπτυξη. Η ωρίμανση τους είναι ακανόνιστη και η απόδοση τους μειωμένη.
Αντιμετώπιση
Προληπτικός έλεγχος
Για να μειωθεί ο κίνδυνος προσβολής θα πρέπει να αποφεύγεται η πολύ πρώιμη σπορά (πριν από μέσα Αυγούστου) που μπορεί να προσελκύσει μεγάλους πληθυσμούς του εντόμου.
Φυτά που σπέρνονται σε ένα καλά προετοιμασμένο χωράφι μεγαλώνουν γρήγορα και είναι λιγότερο ευαίσθητα σε προσβολές.
Φυτά παγίδες που αναπτύσσονται στα περιθώρια (όρια) των καλλιεργειών (π.χ. αγριοκράμβη) μπορεί να μειώσουν τον πληθυσμό των εντόμων μέσα στις καλλιέργειες ελαιοκράμβης.
Βιολογικός έλεγχος
Η πυκνότητα του πληθυσμού του εντόμου μειώνεται με την εφαρμογή εντομοπαθογόνων νηματωδών.
Οι φυσικοί εχθροί που βρίσκονται συνήθως στην καλλιέργεια της ελαιοκράμβης είναι επίσης διάφοροι επίγειοι κάνθαροι (Κολεόπτερα: Carabidae), π.χ. Trechus quadristriatus (Schrank) που τρέφεται με τα αυγά και τις νεαρές προνύμφες του P. chrysocephala.
Ο πολύ συχνά εμφανιζόμενος φυσικός εχθρός του εντόμου είναι το παρασιτοειδές Tersilochus tripartitus (Υμενόπτερα: Ichneumonidae) το οποίο παρασιτεί τις προνύμφες του P. chrysocephala. Μπορεί να παρασιτήσει μέχρι και το 61% των προνυμφών του.
Ελαιούχα σκευάσματα του εντομοπαθογόνου μύκητα Metarhizium anisopliae επίσης έχουν χρησιμοποιηθεί εναντίον του εντόμου αυτού. Φυλές του εντομοπαθογόνου μύκητα Beauveria bassiana που προσβάλουν το P. chrysocephala έχουν απομονωθεί επίσης.
ζ) Cacopsylla pulchella (Ψύλλα της Κουτσουπιάς) Πρώτη διαπίστωση στη χώρα μας
Η καταγραφή της C. pulchella στην Ελλάδα διαπιστώθηκε στην Θέρμη Θεσσαλονίκης το έτος 2016. Τα περισσότερα δέντρα είχαν υψηλή ένταση προσβολής. Αναφέρεται λίγα χρόνια αργότερα προσβολή αυτού του εντόμου και στην Κροατία, όπου τα μολυσμένα δέντρα είχαν ως επί το πλείστον χαμηλή ή μέτρια ένταση προσβολής (Pernek et al. 2020).
Ταξινόμηση
Order: Hemiptera
Suborder: Sternorrhyncha
Superfamily: Psylloidea
Family: Psyllidae
Genus: Cacopsylla
Species: pulchella
η) Αναγνώριση του Citripestis sagittiferella Moore Lepidoptera, Pyralidae.
Μετά από εξέταση δείγματος καρπών πορτοκαλιάς, το καλοκαίρι του έτους 2016, προερχομένου από κτήμα της περιοχής Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής, στο οποίο σημειώθηκε εκτεταμένη πρόωρη καρπόπτωση (πτώση ανώριμων φρούτων) βρέθηκε προσβολή από το έντομο Citripestis sagittiferella Moore Lepidoptera, Pyralidae. Πρόκειται για ένα μικρό λεπιδόπτερο που είναι γνωστό ως Citrus pulp borer (Φώτο 1).
Φώτο 1. Προσβολή πορτοκαλιού από το έντομο Citripestis sagittiferella. Διακρίνεται η προνύμφη του εντόμου
(Φώτο: Δρ Ζ. Δ. Ζαρταλούδης)
Το έντομο αυτό περιορίζεται στην Νοτιο-Ανατολική Ασία, με αναφορές από Μπρουνέι, Ινδονησία, Μαλαισία, Σιγκαπούρη και Ταϊλάνδη. Υπάρχουν ανέκδοτες αναφορές ότι η C. sagittiferella έχει παρουσία στο Βιετνάμ από το 2011. Οι κυριότεροι ξενιστές του εντόμου είναι είδη της οικογένειας Rutaceae, και κυρίως είδη του γένους Citrus. Υπάρχουν επίσης αναφορές για είδη ψυχανθών (φασόλια). Ωστόσο, αυτές οι αναφορές μπορεί να αναφέρονται στην Mussidia pectinicornella, ένα άλλο είδος που αναφέρετο εσφαλμένα ως συνώνυμό του για μερικά χρόνια.
Οι προνύμφες τρέφονται αρχικά στον φλοιό και στην ψίχα του καρπού, προχωρώντας αργότερα πιο βαθιά στη σάρκα. Αυτό μπορεί να προκαλέσει πρόωρη πτώση φρούτων, ή αλλοίωση της σάρκας του φρούτου, με την τροφική δραστηριότητα του εντόμου και την είσοδο παθογόνων, προκαλώντας δευτερογενή σήψη στον καρπό. Οι περισσότερες πηγές αναφέρουν αυτό το έντομο ως έναν μικρής σημασίας εχθρό των εσπεριδοειδών.
Ωστόσο, ανέκδοτες αναφορές από το Βιετνάμ, τα τελευταία 2 χρόνια, δείχνουν ότι προκαλεί σημαντικές απώλειες έως και 80% για τα γκρέιπφρουτ και τα πορτοκάλια σε ορισμένες περιοχές. Η Citripestis sagittiferella είναι πίθανο να εγκατασταθεί στην ζώνη καλλιέργειας των εσπεριδοειδών στην χώρα μας, δεδομένου ότι είναι ένα τροπικό ή υποτροπικό είδος, και οι ξενιστές του καλλιεργούνται ευρέως στη χώρα μας ιδιαίτερα στον Νότο.
Αυτό το έντομο αφήνει τα αυγά του στο κάτω μέρος του καρπού και αυτά εκκολάπτονται σε μια περίοδο 5-6 ημερών.Η προνύμφη του είναι αρχικά κίτρινη με ροζ αποχρώσεις και αργότερα παίρνει σκούρο πράσινο χρώμα όταν πλησιάζει το στάδιο της νύμφωσης. Αρχικά, οι προνύμφες είναι πολλές μαζί, αλλά στη συνέχεια χωρίζουν και ορύσσουν οπή στα φρούτα. Κατά την ανάπτυξή τους οι προνύμφες τρώνε στο εσωτερικό των φρούτων και δημιουργούν τρύπες που χρησιμοποιούνται για την απόρριψη των περιττωμάτων τους. Η προσβολή των φρούτων προκαλεί την πτώση τους. Οι προνύμφες κινούνται γρήγορα και πηδούν και ελίσσονται όταν αγγιχθούν. Το προνυμφικό στάδιο διαρκεί 9-17 ημέρες. Η ώριμη προνύμφη πέφτει στο έδαφος αναρτώμενη από ένα μεταξωτό νήμα και ορύσσει στοά στο χώμα, σε βάθος περίπου 1-2 cm, όπου κατασκευάζει νυμφικό θάλαμο, από συγκολλημένα υλικά με λευκό μετάξι. Η νύμφωση στο χώμα διαρκεί 9-11 ημέρες.
Συνιστάται άμεσα να αφαιρεθούν τα προσβεβλημένα φρούτα (επάνω και κάτω από τα δέντρα) και να γίνει ένας ψεκασμός με κατάλληλο εντομοκτόνο.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΕΙΚΟΝΩΝ
Φώτο 2. Προσβολή πορτοκαλιού από το έντομο Citripestis sagittiferella. Διακρίνεται χαρακτηριστικός πορτοκαλί δακτύλιος στο πράσινο φρούτο, γύρω από το σημείο προσβολής.
(Φώτο: Δρ Ζ. Δ. Ζαρταλούδης)
Φώτο 3. Ενίοτε στο σημείο προσβολής εκκρίνεται κόμι (ως αντίδραση του φυτού).
(Φώτο: Δρ Ζ. Δ. Ζαρταλούδης)
θ) Duponchelia fovealis (Zeller) (Insecta: Lepidoptera: Crambidae)
Σημαντικός εχθρός ανθοκομικών ειδών που αναγνωρίστηκε σε δείγμα χρυσανθέμων. Το έντομο αυτό προσβάλλει πολλά είδη φυτών και τα τελευταία έτη προκαλεί σημαντικές ζημιές.
Το έντομο Duponchelia fovealis (Zeller), είναι ένας εχθρός των φυτών σε έλη γλυκών ή αλμυρών νερών της Νότιας Ευρώπης (ηπειρωτική Ισπανία, μέρη της Γαλλίας και της Πορτογαλίας), στην ανατολική περιοχή της Μεσογείου (Ελλάδα, Ιταλία, Κορσική, Σκόπια, Μάλτα, Σαρδηνία και Σικελία), στις Κανάριες Νήσους, στην Συρία και την Αλγερία (Bonsignore και Vacante 2010, CABI 2010, Faquaet 2000, McLeod 1996, Guda et al. 1988). Στην Μάλτα, είναι αρκετά κοινό σε κήπους, σε οπωρώνες και έχει σημειωθεί να διαχειμάζει σε εξωτερικούς χώρους, αναπαραγόμενο στα άγρια αυτοφυή φυτά στην Βόρεια Ιταλία (Ανώνυμος 2005a).
Από το 1984, το έντομο Duponchelia fovealis (Zeller) έγινε σημαντικός εχθρός θερμοκηπιακών καλλιεργειών στην Βόρεια Ευρώπη και τον Καναδά, ανθοκομικών ειδών όπως, δρεπτών ανθέων, ή λαχανικών και υδρόβιων φυτών (Ahern 2010, Brambila και Stocks 2010, CABI 2010, Anonymous 2005a, Anonymous 2005b, McLeod 1996). Έχει αναγνωριστεί επίσης ως εχθρός του Eustoma grandiflorum και της φράουλας που καλλιεργούνται εμπορικά στην Ιταλία (Bonsignore και Vacante 2010, Guda et al. 1988).
Γεωγραφική εξάπλωση. Το έντομο έχει εξαπλωθεί σε πολλές περιοχές της Αφρικής και της μέσης Ανατολής, στην ΒΔ Ινδία, Ευρώπη, Καναδά και Ηνωμένες Πολιτείες. Πρώτα αναφέρθηκε εκτός της γνωστής γεωγραφικής ζώνης εξάπλωσής του, το 1984, όταν βρέθηκε στη Φινλανδία. Στην συνέχεια εντοπίστηκε στο Βέλγιο, την Τσεχική Δημοκρατία, την Δανία, σε περιοχές της Γαλλίας που δεν είχε αναφερθεί πριν, στην Γερμανία, Ολλανδία, Σουηδία, Ουγγαρία, Ηνωμένο Βασίλειο και στον Καναδά. Διαπιστώθηκε επίσης στην Κύπρο και το Γιβραλτάρ (Ahern 2010, Bonsignore and Vacante 2010, CABI 2010, Anonymous 2005a, Anonymous 2005b, Faquaet 2000, McLeod 1996, Billen 1994).
Ενήλικα. Διαπιστώθηκε ότι τα ενήλικα (αρσενικά και θηλυκά) πετούν χαμηλά και γρήγορα με την κοιλιά τους, κυρτή προς τα πάνω, κάτι που δίνει στο είδος ένα μοναδικό μοτίβο πτήσης. Επιπλέον, έχει παρατηρηθεί ότι σε βαριές προσβολές, τα ενήλικα μπορούν να κινηθούν σε σμήνη.
Αυγά: Τα αυγά είναι διαστάσεων 0,5 X 0,7 χιλιοστά και είναι υπόλευκα-πράσινα ή άχυρο-χρωματισμένα αμέσως μετά την εναπόθεση.
Στην συνέχεια γίνονται ροζ και, αργότερα, κατά την ανάπτυξη του εμβρύου, αποκτούν κόκκινο χρώμα ενώ γίνονται καφέ πριν την επώασή τους. Εναποτίθενται μεμονωμένα ή σε μικρές ομάδες από τρία έως δέκα αλληλοεπικαλυπτόμενα. Τα αυγά εναποτίθενται ως επί το πλείστον στην κάτω επιφάνεια των φύλλων (κοντά στα νεύρα), αν και μπορούν επίσης να βρεθούν στην επάνω επιφάνεια των φύλλων, στα στελέχη, στην βάση του φυτού , ή στο ανώτερο εδαφικό στρώμα (Bethke and Vander Mey 2010, Bonsignore and Vacante 2010, Brambila and Stocks 2010, CABI 2010, Hoffman 2010, Anonymous 2005a, Anonymous 2005b, Billen 1994, Trematerra 1990, Guda et al. 1988). Τα θηλυκά έχει επίσης αναφερθεί ότι αφήνουν αυγά και σε διάφορα υλικά (πάγκοι, σκελετοί κατασκευών) εντός του θερμοκηπίου (Jackel et al. 1996).
Προνύμφες: Κατά την εκκόλαψη, οι προνύμφες είναι μήκους 1.5 mm και έχουν ένα λαμπερό σκούρο κεφάλι και ροζ σώμα με μια γραμμή που διαχωρίζει τις καφέ – γκρι κηλίδες που εκτείνονται πέρα από και γύρω από το κάθε τμήμα του εντόμου. Σε ορισμένα τμήματα, υπάρχουν δύο εγκάρσιες σειρές από αυτά τα σημεία. Υπάρχει επίσης μία σκληρή ραχιαία πλάκα (ή περιοχή) που βρίσκεται στο τμήμα ακριβώς πίσω από το κεφάλι. Αυτή είναι χρώματος σκούρου όπως της κεφαλής (Bethke and Vander Mey 2010, Bonsignore and Vacante 2010, Brambila and Stocks 2010, CABI 2010, Hoffman 2010, Trematerra 1990, Guda et al. 1988). Καθώς αναπτύσσονται οι προνύμφες, το χρώμα τους αλλάζει σε κρεμ- λευκό ή ανοικτό καφέ (CABI 2010, Trematerra 1990). Επίσης το χρώμα του ποικίλει ανάλογα με το φυτό ξενιστή (CABI 2010, Guda et al. 1988). Σε ορισμένες περιπτώσεις, το χρώμα των προνυμφών μπορεί ακόμη να είναι αρκετά σκούρο (λόγω ίσως πρόσφατης σίτισης) καθιστώντας τις χαρακτηριστικές κηλίδες που φέρει στα τμήματα του σώματός του δυσδιάκριτες. Επίσης, φαίνεται να χάνονται οι κηλίδες λίγο πριν την νύμφωση(Anonymous 2005b, Trematerra 1990). Οι Marek and Bártová (1998) έχουν αναφέρει ότι οι προνύμφες είναι φωτοφοβικές και όταν είναι εκτεθειμένες σε φως, κινούνται εμπρός – πίσω ζωηρά. Έχει επίσης
σημειωθεί ότι κατά την σίτισή τους σε υδρόβια είδη φυτών, δεν φαίνεται να πειράζουν τα φύλλα που έχουν βυθιστεί στο νερό. (CABI 2010, Billen 1994).
Νύμφες: Το έντομο νυμφώνεται σε ένα κουκούλι από μετάξινα νημάτια και σωματίδια εδάφους. Το κουκούλι είναι μήκους 15 έως 19 mm. Οι νύμφες έχουν κίτρινο – καφέ χρώμα (που σκουραίνει καθώς σχηματίζεται το ενήλικο) και είναι μήκους 9 έως 12 mm (Bethke and Vander Mey 2010, Bonsignore and Vacante 2010, Brambila and Stocks 2010, CABI 2010, Hoffman 2010, Anonymous 2005b, Trematerra 1990, Guda et al. 1988).
Βιολογικός κύκλος
Η διάρκεια ανάπτυξης του εντόμου αυτού ποικίλλει ανάλογα με την επικρατούσα θερμοκρασία. Σε ένα σταθερό περιβάλλον (20° C), ο χρόνος ανάπτυξης είναι τέσσερις έως εννέα ημέρες για το στάδιο του αυγού τρεις έως τέσσερις εβδομάδες για τις προνύμφες, μία έως δύο εβδομάδες για την περίοδο νύμφωσης και μία με δύο εβδομάδες για τα ενήλικα (έξι έως οκτώ εβδομάδες συνολικά). Τα ενήλικα αρσενικά ζευγαρώνουν με τα θηλυκά εντός 24 ωρών από την εμφάνισή τους. Τα θηλυκά μπορούν να ωοτοκήσουν 200 αυγά κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Εντός θερμοκηπίου, έχουν καταγραφεί οκτώ έως εννέα γενεές ανά έτος (Ahern 2010, Bethke and Vander Mey 2010, Bonsignore and Vacante 2010, Brambila and Stocks 2010, CABI 2010, Hoffman 2010, Unknown 2006a, Anonymous 2005a, Anonymous 2005b, Jackel et al. 1996, Pijnakker 2001, Romeijn 1996). Το έντομο αυτό δεν φαίνεται να είναι ανθεκτικό στο κρύο και δεν έχει παρατηρηθεί στο έντομο αυτό χειμερινή διάπαυση. Στα βόρεια κλίματα, είναι κυρίως ένα παράσιτο των θερμοκηπίων (αν και μπορεί να βρεθεί εκτός κατά τη διάρκεια των θερμών καλοκαιρινών μηνών, ενώ πεθαίνει όταν επικρατήσουν ψυχρές συνθήκες). (Ahern 2010, Brambila and Stocks 2010, CABI 2010, Hoffman 2010, Anonymous 2005a, Anonymous 2005b, Faquaet 2000). Βάσει αυτών των παρατηρήσεων, στα πιο ζεστά, υγρά κλίματα, μπορεί να βρεθεί το είδος αυτό στην ύπαιθρο για μεγάλο διάστημα. Αξίζει να σημειωθεί ότι το έντομο δεν αδρανοποιείται (διαπαύει) και μπορεί να δραστηριοποιείται συνεχώς σε περιοχές όπως τα Κανάρια νησιά, όπου έχει σημειωθεί ότι έχει συνεχόμενες γενιές λόγω ενός αρκετά σταθερού κλίματος όλο τον χρόνο. Ωστόσο, σε μια επιστημονική εργασία σημειώνεται ότι το έντομο μπορεί να διαχειμάσει στο στάδιο της νύμφης (Unknown 2006a). Η ικανότητα του εντόμου να διαχειμάσει στο στάδιο της νύμφης, εξαρτάται από την παρουσία ενηλίκων από τον Απρίλιο μέχρι τον Μάιο και από τον Αύγουστο έως τον Οκτώβριο (τουλάχιστον 2 γενιές σε ένα έτος) (Ahern 2010, CABI 2010, Anonymous 2005b, Faquaet 2000, Marek and Bártová 1998, Guda et al. 1988).
Ικανότητα διασποράς
Τα ενήλικα είναι ικανά στην πτήση (πάνω από 100 χιλιόμετρα ή 62 μίλια), αλλά μπορεί επίσης να ταξιδέψουν και με διάφορα υλικά συσκευασίας ή παρεμφερή υλικά και μέσα καθώς επίσης με φρούτα, βότανα, φρέσκα λαχανικά και κομμένα άνθη και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μπορούν να αντέξουν στις συνθήκες μεταφοράς και κρύβονται καλά (CABI 2010, Derksen and Whilby 2010, Hoffman 2010, Anonymous 2005a, Anonymous 2005b, Stocks and colleagues – προσωπική παρατήρηση). Σε μία εργασία, αναφέρεται ότι το έντομο αυτό έχει διασπαρεί και μεταφέρεται με τα φυτά γλώσσα της πεθεράς, Sansevieria spp., Croton spp, και Aglaonema spp, μέσα από την εμπορική ναυτιλία (Unknown 2006b).
Φυτά ξενιστές
Το έντομο αυτό έχει αναγνωριστεί ως εχθρός σε τουλάχιστον 35 είδη φυτών. Αυτά είναι:
Alternanthera splendid, υδρόβιο φυτό, Alternanthera rosaefolia, υδρόβιο φυτό, Apium graveolens, Bacopa lanigera, Begonia tuberosa, Begonia elatior, Bellis perennis, Beta vulgaris, Capsicum annuum, Chenopodium album, Convolvulus arvensis, Cuphea hyssopifolia, Echinodorus tropica, Echinodorus parviflorus, Euphorbia pulcherrima, Eustoma grandiflorum, Ficus triangularis, Hyeronima alchorneoides, Hygrophila rubella, υδρόβιο φυτό Ludwigia glandulosa, υδρόβιο φυτό, Ludwigia perennis, υδρόβιο φυτό, Malva sylvestris, Mentha pulegium, Nesaea pedicellata, υδρόβιο φυτό Ocimum basilicum, Origanum majorana, Oxalis acetosella, Plantago lanceolata, Portulaca oleracea, Punica granatum, Ranunculus repens, Rotala macranda, υδρόβιο φυτό, Rotala wallichii, υδρόβιο φυτό, Rubus fruticosus, Solanum lycopersicum. Επιπροσθέτως μπορεί να προσβάλλει φυτά και από τα πιο κάτω γένη: Amaranthus, Anemone , Annona, Anthurium, Bouvardia, Calathea, Chrysanthemum, Cineraria, Codiaeum, Coleus, Cucumis, Cucurbita, Cyclamen, Fragaria, Gerbera, Heuchera, Impatiens, Kalanchoe, Lactuca, Limonium, Lysimachia Ophiopogon, Pelargonium, Paeon, Phalaenopsis, Rhododendron , Rosa, Rumex, Sambucus, Sarracenia, Senecio
Tanacetum, Thymus, Ulmus και Zea. Ιδιαίτερα ευπαθή φυτά είναι και τα καλλωπιστικά υδρόβια φυτά (ειδικά όταν αναπτύσσονται σε περιβάλλον θερμοκηπίου) (Ahern 2010).
Ζημιά
Το έντομο προκαλεί ζημιά σε ρίζες, φύλλα, λουλούδια, οφθαλμούς και φρούτα στα οποία τρέφεται ως προνύμφη (Ahern 2010, Bethke and Vander Mey 2010, Anonymous 2005a, Anonymous 2005b, Bonsignore and Vacante 2010, CABI 2010, Hoffman 2010, Murphy 2005, Messelink and Van Wensveen 2003, Pijnakker 2001). Στα φύλλα, η ζημιά από την προνύμφη εμφανίζεται αρχικά ως στρογγυλά ή σε σχήμα ημισελήνου δαγκώματα έξω από τα φύλλα, αλλά τελικά τρώγεται το σύνολο των φύλλων (Bonsignore and Vacante 2010, Marek and Bártová 1998, Romeijn 1996, Guda et al. 1988). Τα φύλλα που προσβάλλονται είναι συνήθως στη βάση του φυτού, αλλά υπάρχει πιθανότητα να προσβληθούν και αυτά της κορυφής όταν τα φυτά τοποθετούνται πολύ κοντά (Ahern 2010, Brambila and Stocks 2010, CABI 2010, Messelink and Van Wensveen 2003).
Τελευταίας ηλικίας προνύμφες μπορούν ακόμη να τρυπήσουν και μαλακά ξυλώδη ή ποώδη φυτικά στελέχη, προκαλώντας περισσότερες ζημιές (Ahern 2010, Bethke and Vander Mey 2010, CABI 2010, Hoffman 2010, Anonymous 2005a, Anonymous 2005b, Murphy 2005, Pijnakker 2001, Romeijn 1996, Guda et al. 1988). Στις τρύπες από το τρύπημα του επιβλαβούς αυτού εντόμου στο στέλεχος μπορεί να αναπτυχθεί ο μύκητας Botrytis cinerea (Guda et al. 1988).
Σε φυτά γλάστρας, όπου το χώμα δεν είναι σκληρό γύρω από τις ρίζες, οι προνύμφες μπορούν να βρεθούν κάτω από το έδαφος, μερικές φορές τρεφόμενες στις ρίζες (Ahern 2010, CABI 2010, Messelink and Van Wensveen 2003, Pijnakker 2001, Guda et al. 1988). Μπορούν επίσης να τραφούν σε φυτικά υπολείμματα (Anonymous 2005a, Anonymous 2005b, Murphy 2005, Pijnakker 2001). Οι McLeod (1996), Romeijn (1996), Messelink and Van Wensveen (2003), and Murphy (2005), αναφέρουν ότι ενώ δεν προκαλούν καμία ζημιά μπορούν να επιβιώσουν στην τριανταφυλλιά, υψηλοί πληθυσμοί προνυμφών που ενδεχομένως θα μπορούσε να αποτελούν πηγή μόλυνσης για άλλα φυτά. Μερικές φορές, το έντομο αυτό τρώει τόσο επιθετικά ώστε στο τέλος να απομένει μόνο το στέλεχος του φυτού (Marek and Bártová 1998). Άλλες φορές, οι εξωτερικές ζημιές μπορεί να γίνουν αντιληπτές μόνο όταν υπάρχει βαριά προχωρημένη προσβολή στα στελέχη. (Unknown 2006a). Τα στελέχη καταρρέουν στη συνέχεια ξαφνικά χωρίς κάποια εξωτερικά συμπτώματα στο φυτό (Unknown 2006a, Billen 1994). Για τον εντοπισμό του εντόμου, μπορεί να παρατηρήσετε μετάξινες υφές δίκτυα διατροφής, ιδίως στα σημεία επαφής των φύλλων με το έδαφος (Bonsignore and Vacante 2010, Brambila και Stocks 2010, Anonymous 2005b, Romeijn 1996). Τα ενήλικα είναι νυκτόβια και χρησιμοποιούν ως καταφύγιο περιοχές (όπως κάτω από βλάστηση) ή έξω από δοχεία (ειδικά όταν τα δοχεία αυτά βρίσκονται σε ομάδες και σχηματίζουν μια μεγαλύτερη προστατευμένη περιοχή). Όταν τα ενήλικα ενοχληθούν η πτήση τους είναι μικρής διάρκειας και ακανόνιστη (Bonsignore and Vacante 2010, Guda et al. 1988, Stocks και συνεργάτες – προσωπική παρατήρηση).
Αντιμετώπιση
Βιολογικά μέσα
Bt – Bacillus thuringiensis,
Dalotia coriaria (Coleoptera: Staphylinidae), μπορεί να βρίσκεται στο εμπόριο ως Atheta coriaria
Heterorhabditis bacteriophora και Steinernema spp. – εντομοπαθογόνοι νηματώδεις
BIOSHELL ZFD βιολογικό βιοδραστικό προϊόν της εταιρείας ΑΓΡΟΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑ
Βιολογικοί παράγοντες για το στάδιο του αυγού:
Gaeolaelaps aculeifer – αρπακτικό άκαρι (Acari: Mesostigmata: Laelapidae) μπορεί να υπάρχει στο εμπόριο ως Hypoaspis aculeifer
Dalotia coriaria
Stratiolaelaps scimitus – αρπακτικό άκαρι (Acari: Mesostigmata: Laelapidae) μπορεί να υπάρχει στο εμπόριο ως Hypoaspis miles
Trichogramma evanescens, Trichogramma cacoeciae και Trichogramma brassicae – παρασιτοειδή (Hymenoptera: Trichogrammatidae)
Χημικός έλεγχος
spinosad (Laser 480 SL)
deltamethrin (Decis Protech 1.5EW κλπ)
esfenvalerate (Abalar 2.5EC, Plinto 2.5EC Sumi Alpha 5EC)
lambda-cyhalothrin (Karate 1.5 CS zeon κλπ)
Επιπροσθέτως
emamectin benzoate (Affirm opti 9.5WG)
chlorantraniliprole (Coragen κλπ)
Ο στοχευμένος ψεκασμός των φυτών μπορεί να είναι καλύτερη εφαρμογή από ό, τι ο ψεκασμός σε γενικές γραμμές η περιοχή λόγω της συμπεριφοράς των προνυμφών (δηλαδή διάτρηση του στελέχους σχηματισμός μετάξινων σηράγγων διατροφής μεταξύ φύλλων και εδάφους, κ.λπ.) (Ahern 2010, Bethke and Vander Mey 2010, Brambila και Stocks 2010, Anonymous 2005a, Pijnakker 2001, Guda et al. 1988). Εντομοκτόνα επαφής συνιστώνται για χρήση πριν οι προνύμφες μπουν στα στελέχη ενώ αφού οι προνύμφες έχουν βρεθεί στο στέλεχος προτείνονται διασυστηματικές εφαρμογές χημικών ουσιών που μπορούν να εφαρμοστούν μέσω του νερού άρδευσης (Unknown 2006b, Arzone et al. 2002). Σε συνθήκες θερμοκηπίου, τα ενήλικα μπορεί να αντιμετωπιστούν με ένα αερόλυμα ή ψεκασμό λεπτού σταγονιδίου κατά την διάρκεια της νύκτας (Bethke and Vander Mey 2010).
Επιλεγμένη βιβλιογραφία
Ahern R. (September 2010). Amended New Pest Advisory Group Report. Duponchelia fovealis Zeller: Lepidoptera/Pyralidae. UF/IFAS Pest Alert. http://entomology.ifas.ufl.edu/pestalert/Duponchelia_fovealis_NPAG_ET_Report_20100917.pdf (29 September 2011).
Anonymous. (2005a). Risk management decision document for Duponchelia fovealis in Canada. Canadian Food Inspection Agency. UF/IFAS Pest Alert. http://entomology.ifas.ufl.edu/pestalert/duponchelia_fovealis_risk_management.pdf (30 September 2011).
Anonymous. (December 2005b). Plant Pest Information: Duponchelia fovealis Zeller. Canadian Food Inspection Agency. UF/IFAS Pest Alert. http://entomology.ifas.ufl.edu/pestalert/duponchelia_fovealis_canada.pdf (30 September 2011).
Arzone A, Tavella L, Alma A. 2002. Evoluzione dei problemi entomologici delle coltivazioni floricole e florovivaistiche. Informatore Fitopatologico 52(2): 22-31.
Bethke J, Vander Mey B. Pest Alert: Duponchelia fovealis. University of California Cooperative Extension, San Diego. http://ucanr.org/sites/cetest/files/55177.pdf (29 September 2011).
Billen W. 1994. On the harmfulness of Duponchelia fovealis (Zeller, 1847) in Germany (Lepidoptera, Pyralidae). Nota Lepidopterol 16(3/4): 212.
Bonsignore CP, Vacante V. 2010. Duponchelia fovealis (Zeller). Une nuova emergenza per la fragola?. Protezione delle colture, pp. 40-43.
Brambila J, Stocks I. (December 2010). The European pepper moth, Duponchelia fovealis Zeller (Lepidoptera: Crambidae), a Mediterranean pest moth discovered in central Florida. FDACS – Division of Plant Industry. https://www.freshfromflorida.com/content/download/66346/1600726/Pest_Alert_-_The_European_Pepper_Moth_-_Duponchelia_fovealis.pdf (20 July 2018)
CABI International. (2010). Selected sections for: Duponchelia fovealis (southern European marshland pyralid). Crop Protection Compendium. http://www.cabi.org/cpc/ (30 September 2011).
Clark JS. 2000. Duponchelia fovealis (Zell.) arriving on imported plant material. Atropos 10: 20-21.
Derksen A, Whilby L. (2011). Update on Florida CAPS trapping activities for Duponchelia fovealis Zeller, September 2010 to May 2011. CAPS Report. http://www.cabi.org/cpc/ (30 September 2011).
DeVenter P van. (2009). Water trap best for catching Duponchelia. In the Greenhouse.https://core.ac.uk/download/pdf/29254935.pdf (20 July 2018)
Faquaet M. 2000. Duponchelia fovealis, een nieuwe soort voor de Belgische fauna (Lepidoptera: Pyralidae). Phegea 28: 1.
Guda CD, Capizzi A, Trematerra P. 1988. Damages on Eustoma grandiflorum (Raf.) Shinn. caused by Duponchelia fovealis (Zeller). Annali dell’Istituto Sperimentale per la Floricultura 19: 3-11.
Hoffman K. (July 2010). CDFA Detection Advisory for a Cramid moth: Duponchelia fovealis (Zeller) (Pyraloidea: Crambidae). County of Kern, California. http://www.kernag.com/dept/news/2010/2010-san-diego-duponchelia-fovealis-07-16-2010.pdf (29 September 2011).
Jackel B, Kummer B, Kurhais M. 1996. Biological control of Duponchelia fovealis Zeller (Lepidoptera, Pyralidae). Mitteilungen aus der Biologishen fur Land und Forstwirtschaft 321: 483.
MacLeod A. 1996. Summary Pest Risk Assessment: Duponchelia fovealis. DEFRA (Department for Environment, Food and Rural Affairs), Central Science Laboratory, Sand Hutton, York, United Kingdom.
Marek J, Bártová E. 1998. Duponchelia fovealis Zeller, 1847, a new pest of glasshouse plants in the Czech Republic. Plant Protection Science 34: 151-152.
Messelink G, Van Wensveen W. 2003. Biocontrol of Duponchelia fovealis (Lepidoptera: Pyralidae) with soil-dwelling predators in potted plants. Communications in Agriculture and Applied Biological Sciences, Ghent University, 68(4a), pp. 159-165.
Murphy G. (August 2005). Duponchelia fovealis – pronouncing it is just the start of the battle. Ontario Ministry of Agriculture, Food and Rural Affairs. http://www.omafra.gov.on.ca/english/crops/hort/news/grower/2005/08gn05a1.htm (no longer available online).
NAPPO. (November 2010). Thirteen new state detections of Duponchelia fovealis, United States. Phytosanitary Alert System. http://www.pestalert.org/oprDetail.cfm?oprID=466&keyword=Duponchelia%20fovealis (29 September 2011).
Osborne LS. (2011). European pepper moth. Mid-Florida Research and Education Center. http://mrec.ifas.ufl.edu/lso/dupon/ (3 October 2011).
Pijnakker J. 2001. Duponchelia fovealis, le lépidoptère redouté des plantes en pot aux Pays-Bas. Revue Horticole 429: 51-53.
Romeijn G. 1996. Een nieuwe plaag in de kas. Vakblad voor de Bloemisterij 47: 46-47.
Trematerra P. 1990. Morphological aspects of Duponchelia fovealis Zeller (Lepidoptera: Pyralidae). Redia 73: 41-52.
Unknown. 2006a. Duponchelia alla ribalta. Dall’estero. Colture Protette No. 3, page 14.
Unknown. 2006b. Duponchelia: capitolo secondo. Dall’estero. Colture Protette No. 4, page 24.
Zandigiacimo P, Buian FM. 2007. Duponchelia fovealis: Un Lepidopterro Crambide Dannoso alle Colture Floricole. Notiziario ERSA, 20: 3-5.
Zimmermann O. 2004. Use of Trichogramma wasps in Germany; Present status of research and commercial application of egg parasitoids against lepidopterous pests for crop. Gesunde Pflanzen 56: 157-166.
ι) Πρώτη στερεοσκοπική παρατήρηση των παραμορφωτικών ακαρέων Eriophyidae της ελιάς
Διακρίνεται ένα άκαρι της οικογένειας Eriophyidae (χρώματος φωτεινού κίτρινου) ανάμεσα σε πελατυσμένες αστεροειδείς λευκές τρίχες ενός φύλλου της ελιάς
Προκαλούν συνήθως ανωμαλίες στα φύλλα της ελιάς, ανάλογα με την ένταση της προσβολής, που διακρίνονται σαφώς από εκείνες του θρίπα. Σε πολύ έντονες προσβολές προκαλούν ανωμαλίες και στους καρπούς, μια γενική παραμόρφωση, με εξογκώματα (ήβους). Στα φύλλα παρουσιάζονται στίξεις σαν «τσιμπήματα καρφίτσας». Άν ο πληθυσμός φθάσει σε υψηλά επίπεδα, είναι δυνατό να έχουμε πτώση ανθέων ή λίγο αργότερα πτώση καρπών.
Στην διαχείριση των εχθρών αυτών της επιτραπέζιας κυρίως ελιάς είναι πολύ σημαντικό εργαλείο το προϊόν μας BIOSHELL ZFS
ια) Αναγνώριση της Amyelois transitella Lepidoptera Pyralidae
Επιστημονικό όνομα: Amyelois transitella
Η Amyelois transitella είναι λεπιδόπτερο της οικογένειας Pyralidae. Είναι ενδημικό έντομο στην τροπική ζώνη του δυτικού ημισφαιρίου, συμπεριλαμβανομένων των νότιων Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Οι πληθυσμοί του εντόμου στην Καλιφόρνια αυξήθηκαν σημαντικά κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα.
Τα ενήλικα πετούν από το τέλος Μαρτίου μέχρι το τέλος Οκτωβρίου. Οι ξενιστές του εντόμου περιλαμβάνουν την καρυδιά (Juglans regia) την συκιά (Ficus carica) την αμυγδαλιά (Prunus dulcis) και την φυστικιά (Pistacia vera).
Το έντομο αυτό έχει ένα ευρύ φάσμα ξενιστών και πρωταρχικά προσβάλλει ωριμάζοντα φρούτα και καρπούς. Διαχειμάζει στους μομιοποιημένους καρπούς που παραμένουν πάνω στα δέντρα.
Συνιστάται η κατά το δυνατόν συντομότερη και πρωιμότερη συγκομιδή και η απομάκρυνση από τον οπωρώνα και καταστροφή των προσβεβλημένων φρούτων. Να καθαρίζονται επίσης και οι γειτονικές καλλιέργειες ευαίσθητων ξενιστών όπως οι αμυγδαλιές από παραμένοντες καρπούς στην διάρκεια του χειμώνα.
Ένα παράσιτο του εντόμου αυτoύ το Goniozus legneri. Προσβολή σύκου (Μεταμόρφωση, Χαλκιδική)
ιβ) Αναγνώριση του Tropidothorax leucopterus Goeze Lygaeidae: Lygaeinae
Tropidothorax leucopterus Πολλά aposematic είδη (είδη που χρησιμοποιούν τον χρωματισμό τους ως προειδοποίηση κινδύνου) επιδεικνύουν μια τάση συγκέντρωσης πολλών ατόμων μαζί, σε πολλά στάδια του βιολογικού τους κύκλου σαν μέσον αμύνης, ενισχύοντας έτσι το σήμα κινδύνου που εκπέμπουν με τον ιδιαίτερο χρωματισμό τους. Ένα τέτοιο είδος εντόμου είναι και το Tropidothorax leucopterus Για παράδειγμα στην Ευρώπη, το φυτό Cynanchum vincetoxicum είναι πολύ διαδεδομένο και κοινό και πάρα πολλά φυτοφάγα είδη εντόμων (περισσότερο εξειδικευμένα ώστε να μην τους βλάπτει το φυσικό δηλητήριο αυτού του φυτού) είναι γνωστά όπως τα φυλλοφάγα Chrysomelidae, Chrysochus asclepiadeus και Chrysomella aurichalcea spp, o Otiorhynchus pinastri; και τρία είδη διπτέρων Euphranta connexa, Contarinia vincetoxici, και Contarinia asclepiadis τρέφονται στα αναπαραγωγικά όργανα του φυτού. Στη Σουηδία η πεταλούδα Abrostola asclepiadis, είναι μονοφάγο είδος και τρέφεται αποκλει-στικά στο C. vincetoxicum αλλά καταναλώνει ένα μικρό ποσοστό του φυλλώματός του. Τα Lygaeus equestris και Tropidothorax leucopterus έχουν αναφερθεί ότι τρέφονται στους σπόρους του C. vincetoxicum με μικρή επίδραση στη σποροπαραγωγή του. Είδη του γένους Cynanchum, ειδικότερα το C. vincetoxicum, είναι σημαντικοί εναλλακτικοί ξενιστές των μυκήτων των σκωριάσεων, Cronartium flaccidum (και Cronartium asclepiadeum) οι οποίοι μπορούν να μειώσουν σημαντικά την φυλλική βιομάζα των φυτών που προσβάλλουν.
Cynanchum vincetoxicum
Seeds of Cynanchum vincetoxicum
ιγ) Αναγνώριση του εντόμου Pulvinaria floccifera (Westwood) Ταξινόμηση: Hemiptera:Sternorrhyncha: Coccomorpha: Coccoidea: Coccidae.
Κοινό όνομα: Cottony camellia scale,
Γεωγραφική κατανομή: Σχεδόν σε όλο τον κόσμο.
Ξενιστές: Είναι πολυφάγο είδος εντόμου που σχετίζεται με πολλά φυτά ξενιστές, που ανήκουν σε πάνω από 34 οικογένειες, συμπεριλαμβανομένων των εσπεριδοειδών, μάνγκο, καθώς και πολλών καλλωπιστικών φυτών.
Μορφολογία: Σώμα ενήλικου μήκους περίπου 3 χιλιοστών, σχήμα επίμηκες, ελαφρώς κυρτό.
Βιολογικός κύκλος: Κάθε παρθενογενετικό θηλυκό γεννά 350-700 αυγά που τοποθετούνται σε ωοσάκο. Οι σχεδόν-ημιδιαφανείς νύμφες μετακινούνται στα φύλλα και συνήθως εγκαθίστανται στην κάτω πλευρά τους, όπου αναπτύσσονται και εκκρίνουν πολύ μελίτωμα. Ο βιολογικός του κύκλος επηρεάζεται από τον ξενιστή που προσβάλλει, π.χ. στους 300C, ένας πλήρης βιολογικός κύκλος στα, εσπεριδοειδή απαιτει70 ενώ στην συκιά, 60 ημέρες.
Οικονομική σημασία: Είναι ένας σημαντικός εχθρός δέντρων γκουάβα (Psidium guajava) και μάνγκο στην Αίγυπτο και του τσαγιού και των εσπεριδοειδών στο Ιράν. Η ζημιά που προκαλεί οφείλεται στις μεγάλες ποσότητες μελιτώματος που παράγει πάνω στο οποίο αναπτύσσονται μύκητες της καπνιάς, αλλά και η απομύζηση χυμών που αποδυναμώνει τον ξενιστή, προκαλώντας απώλεια φύλλων και μαρασμό κλαδίσκων και κλάδων.
Διαχείριση
Χημικός έλεγχος: Μπορεί να εφαρμοστεί ψεκασμός με σκεύασμα που περιέχει δραστική ουσία το pyriproxyfen την άνοιξη ή με την εμφάνιση των πρώτων αποικιών του εντόμου.
Βιολογικός έλεγχος: Ο εντομοπαθογόνος μύκητας Beauveria bassiana μπορεί να χρησιμοποιηθεί για έναν μέτριο έλεγχο του P. floccifera χωρίς να επηρεάζονται οι φυσικοί του εχθροί. Οι φυσικοί του εχθροί είναι πολλά παράσιτα και παρασιτοειδή, από τα οποία τα Αphelinidae Coccophagus scutellaris και Microterys nietneri είναι πολύ αποτελεσματικά. Αρπακτικά έντομα που θηρεύουν τα ατελή στάδια του κοκκοειδούς περιλαμβάνουν είδη της οικογένειας Coccinellidae όπως το Chilocorus bipustulatus L. και το Cryptolaemus montrouzieri Mulsant.
ιδ) Ψείρα των βιβλίων (Τάξη: Psocoptera)
Ενήλικο ψείρας των βιβλίων (Graphopsocus cruciatus) φέρει συχνά πτέρυγες. Φωτογραφία: Jean-Jacques Μιλάνο.
Παρόλο που ονομάζονται ψείρες, τα έντομα της τάξεως αυτής είναι ελεύθερης διαβίωσης και δεν είναι παράσιτα. Το επιστημονικό όνομα προέρχεται από την Λατινική λέξη psocus (to grind, άλεσμα, άλεση) και την Ελληνική λέξη πτερό (wing), και αναφέρεται σε γνάθους (σαγόνια) που έχουν διαμορφωθεί για να αλέθουν τα τρόφιμα, μάλλον σαν ένα ιγδίο.
Αυτά τα έντομα μπορεί να διαβιώνουν σε δύο ομάδες, σε αυτά που έχουν την τάση να ζουν σε εξωτερικούς χώρους και σε εκείνα που εγκαθίστανται σε χώρους ανθρώπινης κατοικίας. Τα περισσότερα είδη από αυτά ζουν σε εξωτερικούς χώρους.
Αυτά βρίσκονται συνήθως σε υγρές περιοχές, όπως φύλλα σκουπίδια, κάτω από πέτρες, σε βλάστηση ή κάτω από το φλοιό των δέντρων. Έχουν μακριές κεραίες, ευρείες κεφαλές και οφθαλμούς που εξέχουν «Εξόφθαλμα». Τρέφονται με φύκια, λειχήνες, μύκητες και διάφορα φυτικά προϊόντα, όπως η γύρη.
Το έντομο μπορεί να αυξηθεί έως και 10mm σε μήκος, αν και συνήθως το μήκος τους δεν ξεπερνά τα 6mm, τα ενήλικα είναι συχνά πτερωτά. Οι πτέρυγές τους χρησιμοποιούνται ως προστατευτική στέγη πάνω από τα σώματά τους.
Μερικά είδη είναι αγελαία, ζουν σε μικρές αποικίες κάτω από μια αραχνοΰφαντη μετάξινη έκκριση από τους χειλικούς αδένες στο στόμα τους. Είναι ενδιαφέρον, ότι τόσο τα ενήλικα όσο και οι προνύμφες καλύπτονται με μετάξι από αυτούς τους αδένες. Μερικές φορές οι αποικίες φαίνεται να κινούνται συντονισμένα.
Οι ψείρες των βιβλίων συνηθέστερα βρίσκονται σε κατοικίες ανθρώπων και αποθήκες. Πολλές από αυτές ανήκουν στην οικογένεια Trogiidae. Τα περισσότερα είδη των ψειρών αυτών τρέφονται στις ράχες (συνδέσεις) των βιβλίων, σε ταπετσαρίες, αποθηκευμένα σιτηρά και άλλα αμυλούχα προϊόντα, και στα εξώφυλλα παλιών βιβλίων. Μερικές φορές, μπορούν να προκαλέσουν ζημιά σε αποθηκευμένες μουσειακές συλλογές από έντομα και φυτά.
Τα είδη που διαβιούν σε εσωτερικούς χώρους έχουν κακή όραση, και μερικά από αυτά φαίνεται να επικοινωνούν με ήχο. Τέτοια είδη πιέζοντας το άκρο της κοιλίας τους παράγουν έναν αμυδρό ωρολογιακό θόρυβο (τικ τακ), οπότε έχουν κληθεί «ωρολογιακές αράχνες».