Προϊόντα και Υπηρεσίες Βιολογικής Γεωργίας

Η Ίσκα της Αμπέλου

Η ασθένεια ίσκα  Η ίσκα, η ευτυπίωση (Eutypa lata) και η βοτρυοσφαίρια (πολλά είδη της οικογένειας Botryosphaeriaceae) περιγράφονται ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα, κυρίως ως αίτια προσβολής των μεγάλης ηλικίας φυτών της αμπέλου (Vitis vinifera), που καταλήγουν σε συμπτώματα φύλλων και σταφυλιών ακόμη και σε ξήρανση όλου του φυτού (Larignon et al., 2009). […]

Η Ίσκα της Αμπέλου

Η ασθένεια ίσκα 

Η ίσκα, η ευτυπίωση (Eutypa lata) και η βοτρυοσφαίρια (πολλά είδη της οικογένειας Botryosphaeriaceae) περιγράφονται ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα, κυρίως ως αίτια προσβολής των μεγάλης ηλικίας φυτών της αμπέλου (Vitis vinifera), που καταλήγουν σε συμπτώματα φύλλων και σταφυλιών ακόμη και σε ξήρανση όλου του φυτού (Larignon et al., 2009). Καμία ποικιλία αμπέλου είτε καλλιεργούμενη είτε άγρια, δεν είναι γνωστή ως ανθεκτική στις ασθένειες ξύλου ( κορμού) (Surico et al, 2006, Wagschal et al., 2008; Larignon et al., 2009). Επειδή οι παθογόνοι αυτοί μικροοργανισμοί ποτέ δεν έχουν απομονωθεί από τα φύλλα των μολυσμένων φυτών, πιστεύεται ότι τα συμπτώματα του φύλλων και των σταφυλιών οφείλονται στην πραγματικότητα σε εξωκυττάριες ενώσεις που παράγονται από τους παθογόνους μύκητες στους ιστούς του αποχρωματισμένου ξυλώδους ιστού και που στη συνέχεια μεταφέρονται στα φύλλα μέσα από το τροφικό ρεύμα (Mugnai et al., 1999). Έχουν γίνει πολυάριθμες μελέτες (επιδημιολογικές, παθογένειας και αλληλεπιδράσεων φυτού – παθογόνου) για τις ασθένειες αυτές και τους μύκητες που συνδέονται με την εκδήλωσή τους, αλλά οι αιτίες ανάπτυξης και εκδήλωσης των συμπτωμάτων παραμένουν ασαφείς (Larignon et al., 2009,  Surico, 2009, Camps et al., 2010). Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, η συχνότητα των συμπτωμάτων των ασθενειών αυτών έχει αυξηθεί σημαντικά σε όλο τον κόσμο. Για παράδειγμα, υπολογίστηκε σε πρόσφατη μελέτη (διάρκειας μεγαλύτερης των 4 ετών), σε περίπου 700 γαλλικούς αμπελώνες, ότι οι παθήσεις αυτές του ξύλου, συμπεριλαμβανομένων των ξεραμένων φυτών (αποπληξία) μόλυναν το 10% των παραγωγικών φυτών (Grosman, 2008, Grosman & Doublet, 2012). Η ευτυπίωση, η ίσκα και η βοτρυοσφαίρια είναι χρόνιες ασθένειες ξύλου, τα συμπτώματά τους συνήθως εμφανίζονται σε ώριμα αμπέλια (δηλαδή 7 ετών και άνω). Χρονιά με χρονιά μια απρόβλεπτη ασυνέχεια στην έκφραση των συμπτωμάτων είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτών των ασθενειών (Mugnai et al., 1999; Surico et al., 2000. Wagschal et al., 2008), οι οποίες μπορεί να μολύνουν διαφορετικά φυτά ή να εκδηλωθούν μαζί στο ίδιο φυτό.


fylla iska ampeli

Στην χρόνια μορφή τα κατώτερα φύλλα των κληματίδων, αρχικά παρουσιάζουν μια χλώρωση περιφερειακά και μεταξύ των κυρίων νεύρων. Οι χλωρωτικές αυτές περιοχές σταδιακά νεκρώνονται και το έλασμα των φύλλων παίρνει χρώμα καστανό, εκτός από μερικές ζώνες κατά μήκος των κυρίων νεύρων που παραμένουν πράσινες. Μεταξύ των καστανών (νεκρών) και πράσινων μερών του ελάσματος παρεμβάλλεται μια στενή ζώνη χλωρωτικών ιστών

Η ίσκα: Ιστορία της ασθένειας

Η έρευνα σχετικά με την παθολογική φύση του προβλήματος ξεκίνησε στη Γαλλία το 1898 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα σε τρεις ηπείρους. Έχει χαρακτηριστεί από τρεις περιόδους εντατικού ενδιαφέροντος για την αιτιολογία της νόσου, με δύο μεγάλες παύσεις, εξήντα και τριάντα έτών αντίστοιχα, κατά τις οποίες έγινε ελάχιστη ή καθόλου έρευνα. Ο Ravaz (1909) ήταν ο πρώτος που παρατήρησε μυκηλιακή υφή στους ιστούς των νοσούντων φυτών, γεγονός που υποδηλώνει την παρασιτική φύση της ασθένειας. Σπόρια  που βρέθηκαν σε ασθενή φυτά είχαν χαρακτηριστεί ότι ανήκουν στον μύκητα Fomes igniarius Kickx . Ωστόσο, οι δοκιμές παθογένειας ήταν ανεπιτυχείς.  Ο Vinet (1909) κατέγραψε την παρουσία ενός άλλου μύκητα, του  Stereum hirsutum,  σε αμπελώνες κοντά στην Ανζού. Αυτό επιβεβαιώθηκε από τον Viala (1926), ο οποίος παραδέχθηκε ότι ο F. igniarius θα μπορούσε να προσβάλει αμπέλι, αλλά θεώρησε ότι μια τέτοια προσβολή είναι σπάνια. Σύμφωνα με τον ίδιο, το κύριο παθογόνο ήταν ο S. hirsutum, ή ένα νέο είδος που ονόμασε S. necator Viala. Αλλά και πάλι πραγματοποιήθηκαν έλεγχοι, χωρίς πειστική επαλήθευση παθογένειας. Η έρευνα που έκανε ο Petri στη Σικελία (1912) δεν ήταν αποκλειστικά για την προσβολή από ίσκα (esca). Ο Petri ασχολήθηκε με ένα πρόβλημα παρακμής της αμπέλου μετά από την εισβολή της φυλλοξήρας και την επαναφύτευση με αμερικάνικα υποκείμενα. Ο Petri παρατήρησε εκτεταμένη αμαύρωση του αγγειακού συστήματος του προσβεβλημένου φυτού, που συνοδευόταν από άφθονες ουλές (πόρους) στους ξυλώδεις ιστούς. Από τις καφέ ραβδώσεις απομόνωσε δύο είδη Cephalosporium και ένα από Acremonium. Και οι τρεις μύκητες αποδείχθηκαν παθογόνα στις δοκιμές προκαλώντας τα ίδια συμπτώματα. Ενώ θεώρησε τους οργανισμούς αυτούς ως αδύναμα παθογόνα, ο Petri σημείωσεί ότι ήταν σημαντικοί παράγοντες αλλοίωσης του ξύλου και μακριά από τις πληγές.
Η δεύτερη περίοδος της έρευνας για την ίσκα ξεκίνησε με τον Hewitt (1957) στην Καλιφόρνια. Μετά από μελέτη έξι ετών, του Hewitt, σε αμπελώνα της εμπορικής ποικιλίας «Κόκκινη Μάλαγα», κατέγραψε μαύρα στίγματα σε επιμέρους φυτά αμπέλου, και παρατήρησε ότι μόνο πολύ λίγα αμπέλια είχαν συμπτώματα κάθε χρόνο για ολόκληρη την περίοδο. Αντίθετα, τα περισσότερα φυτά αμπέλου παρουσίασαν συμπτώματα χωρίς συνέχεια, αλλάζοντας συχνά επίσης την εμφάνιση των συμπτωμάτων από τα φύλλα στα σταφύλια και αντιστρόφως. Aργότερα, στο ίδιο αμπέλι με την ποικιλία «Κόκκινη Μάλαγα» ο Chiarappa (1959) συσχέτισε την εσωτερική αλλοίωση του ξύλου με τα μαύρα στίγματα (εικ. 1). Αρκετοί διαφορετικοί μύκητες απομονώθηκαν. Από αυτούς, μόνο ο F. igniarius, αργότερα μετονομάστηκε σε Phellinus igniarius Quιlet και ο Cephalosporium sp., απομονώθηκαν πιο συχνά. Συνολικά 64 εμβόλια του απροσδιόριστου είδους Cephalosporium sp. σε υγιή φυτά αμπέλου έδωσαν το σύμπτωμα  των σκούρων καφέ ραβδώσεων ακόμη και 10-15 cm από την τοποθεσία του εμβολιασμού του φυτού. Εκ νέου απομονώσεις από αυτές τις σκοτεινές περιοχές παρήγαγαν τον ίδιο μύκητα που χρησιμοποιείται για το εμβόλιο. Ο Chiarappa συμπέρανε ότι το Cephalosporium sp. δεν συμπεριφέρθηκε απλώς ως ένας δευτερεύον παθογόνος οργανισμός αλλά είχε κάποια λειτουργία στη διαδικασία αποσύνθεσης και στο σύνδρομο των μαύρων στιγμάτων. Όσο για τον P. igniarius, παρήγαγε το τυπικό σύμπτωμα του σπογγώδους (εύθρυπτου) ξύλου in vitro σε αποστειρωμένο πριονίδι σταφυλιών και σε δίσκους ξύλου αμπέλου. Στη συνέχεια, ο Chiarappa (1997) κατέδειξε ότι εμβολιασμοί πεδίου νέων φυτών αμπέλου  παρήγαγαν επιτυχώς in vivo τα ίδια συμπτώματα. Παρόμοια ευρήματα αναφέρθηκαν από την Ιταλία από τους Mugnai et al. (1996c).
Η τρίτη περίοδος έρευνας για την ίσκα ξεκίνησε με το έργο του Larignon και Dubos (1987). Αυτοί οι συγγραφείς υποστήριξαν  ότι η ίσκα προκλήθηκε από επικοισμό των μυκήτων σε άρρωστα αμπέλια, ύστερα από αρχική προσβολή από Cephalosporium sp. και Eutypa lata Tul & C. Tul. Κατά τη διάρκεια των επομένων ετών η έρευνα για τις ασθένειες του ξύλου της αμπέλου επεκτάθηκε και στην Ιταλία, Νότια Αφρική και την Καλιφόρνια. Δύο λόγοι εξηγούν πιθανώς αυτή την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος. Ο πρώτος ήταν η απαγόρευση ή ο περιορισμός στη χρήση του αρσενικώδους νατρίου για τον έλεγχο της ίσκας και η συνεπακόλουθη αύξηση της νόσου. Ο δεύτερος ήταν η διαπίστωση της «παρακμής» των φυτών αμπέλου, ιδιαίτερα εκείνων που αναφυτεύτηκαν  μετά από προσβολή φυλλοξήρας. Καφέ ραβδώσεις ξύλου βρέθηκε να σχετίζονται με αυτή την ασθένεια. Ο Larignon (1991) παρατήρησε αποχρωματισμό στο ξύλο που προσβάλλεται από ίσκα αμπέλια και διαφορές στο συνολικό ποσό των φαινολών στο ξύλο σε διάφορα στάδια της ασθένειας. Τρία χρόνια αργότερα οι Ferreira et al. (1994) συνέδεσε τον Phialophora parasitica Ajello, L.K.. Georg & C.J.K. Wang με την χρόνια παρακμή των αμπέλων στη Νότια Αφρική. Στη συνέχεια ο Morton (1995), επεσήμανε την παραγωγή μιας κολλώδους καφέ ουσίας στα νεαρά αμπέλια που πάσχουν από χρόνια παρακμή, την οποία ονόμασε «Μαύρη κόλλα»  Εν τω μεταξύ, σημαντικές προόδους πέτυχαν οι Mugnai et al. (1996 a, b, c) και Larignon και Dubos (1997) στην απομόνωση και ταυτοποίηση των μυκήτων που συνδέονται με την εσωτερική προσβολή του ξύλου. Η Συχνότητα απομόνωσης, συγκρίθηκε με αυτή του Chiarappa (1959). Το 1996, οι Crous et al. πρότειναν την καθιέρωση του νέου γένους Phaeoacremonium με έξι είδη που περιλαμβάνουν απομονώσεις από φυτά αμπέλου του Cephalosporium, Acremonium και Phialophora parasitica.

Η απομόνωση  στην Καλιφόρνια του Cephalosporium από τον Chiarappa πήρε το όνομά P. chlamydosporum. Οι Du Pont et al. 1998 έδειξαν με μοριακές τεχνικές της βιολογίας ότι ο P. chlamydosporum και ο P. aleophilum ήταν δύο μύκητες που ανήκουν σε διάφορα γένη. Η μελέτη των τρόπων μετάδοσης και διασποράς αυτών και άλλων μικροσκοπικών μύκητων έγινε τα τελευταία δύο χρόνια. Οι Bertelli et al. (1998), παρατήρησαν ότι τα ριζοβολημένα μοσχεύματα από «Sangiovese’ μπολιασμένη πάνω σε 1103Ρ υποκείμενο και έτοιμα να φυτευτούν είχαν σκοτεινές ραβδώσεις στο ξύλο. Αυτές οι ραβδώσεις ήταν πιο εμφανείς κοντά στην περιοχή εμβολιασμού όπου ο P. chlamydosporum απομονώθηκε συχνότερα. Οι  συγγραφείς υποστηρίζουν ότι το παθογόνο αυτό προήλθε από μητρικές φυτείες όπου υπήρχε σε λανθάνουσα κατάσταση ή μόλυνε τα μοσχεύματα κατά τη διάρκεια εμβολιασμού. Ο Larignon (1999) από επιδημιολογικές μελέτες παγίδευσης σπορίων διαπίστωσε ότι τόσο P. aleophilum και P. chlamydosporum ήταν αερομεταφερόμενα και ότι και οι δύο μύκητες ήταν παρόντες στους βλαστούς πριν από το κλάδεμα και το ξύλο επίσης ο P. chlamydosporum διεισδύσει στους βραχίονες και τους βλαστούς διά μέσου των πληγών του κλαδέματος μετά από βροχόπτωση. Σχετική με το σύνδρομο της παρακμής των φυτών αμπέλου νεαρής ηλικίας είναι η έκθεση από τους Scheck et al. (1998) που δίνει τα αποτελέσματα εμβολιασμού του P. chlamydosporum σε αυτόριζα φυτά ‘Chardonnay’. Μετά την ανάπτυξη στο πεδίο για δυόμισι χρόνια αυτά τα αμπέλια έδειξαν σημαντικά συμπτώματα παρακμής και δυσχρωμίες στην εντεριώνη και τα αγγεία. Η παθογένεια των άλλων ειδών Phaeoacremonium από ασθενή έρριζα υποκείμενα στην Καλιφόρνια εξακολουθεί να παραμένει ανεπιβεβαίωτη. Εν κατακλείδι, είναι σαφές ότι οι αμπελώνες στην Ευρώπη, την Νότια Αφρική και την Καλιφόρνια παρουσίασαν ασθένειες που έχουν δραματικά μειώσει την παραγωγική τους ζωή και έχουν αυξήσει τις δαπάνες διαχείρισης. Αυτή η κατάσταση προκαλεί μεγάλη ανησυχία στον κλάδο της αμπέλου.
Η ίσκα είναι μια διαδεδομένη ασθένεια της αμπέλου σε όλο τον κόσμο και εμφανίζεται κυρίως σε πρέμνα ηλικίας 10 ετών και άνω. Η προσβολή αρχίζει από το καρδιόξυλο του πρέμνου και προκαλεί μια χρόνια ασθένεια που οδηγεί στη σταδιακή αποξήρανση των βραχιόνων ή και σε αποπληξία. Η ίσκα αναφέρθηκε για πρώτη φορά στην Γαλλία και πήρε το όνομα ίσκα (esca). Στα αγγλικά είναι γνωστή με τα ονόματα black measles ή apoplexy. Το όνομα ίσκα προέρχεται από τη Λατινική λέξη «tinder = προσάναμμα». Στις αρχές του 1900, ο όρος «esca» χρησιμοποιήθηκε από αμπελοκαλλιεργητές στη Νότια Ιταλία για φυτά ξερά από αποπληξία (Surico, 2009), πιθανώς λόγω της παρουσίας στον κορμό σαπισμένου ξύλου. Ο όρος «tinder» αναφέρεται κυρίως σε ξερά φυτά, που χρησιμοποιούνται ως προσάναμμα. Η σχέση των ξεραμένων φυτών με τον αλλοιωμένο κορμό ξύλου με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ασθένειας (αποχρωματισμοί φυλλώματος) οδήγησε, με το χρόνο, στην γενική χρήση του «esca» ακόμη και σε περιπτώσεις που δεν καταλήγουν σε αποπληξία. Ωστόσο αν και τα αποτελέσματα πολλών ερευνητικών μελετών έχουν καταλήξει ότι η ίσκα είναι ένα σύμπλεγμα ασθενειών (esca disease complex), ο όρος «ίσκα» ακόμα χρησιμοποιείται. Το αρσενικώδες Νάτριο ήταν το μόνο μέσο θεραπείας που είχε μια πιθανή επίδραση κατά των ασθενειών ξύλου, ιδίως εναντίον της ίσκας (Fussler et al., 2008; Larignon et al., 2008), αλλά αυτό έχει απαγορευθεί, από το 2000, λόγω της τοξικότητάς του, τόσο στο περιβάλλον όσο και στον άνθρωπο (Bisson et al, 2006, Spinosi & Fe΄votte, 2008). Η έλλειψη στρατηγικών για την καταπολέμηση των ασθενειών αυτών, οι νέες πρακτικές κλαδέματος και η απαραίτητη προστασία του περιβάλλοντος μάλλον επιδείνωσαν την κατάσταση.

Συμπτωματολογία

Οι ζημιές που προκαλεί η ασθένεια έχουν εκτιμηθεί σε ποσοστά 4-25% στην Καλιφόρνια και παρόμοια ποσοστά σε άλλες χώρες. Η ίσκα εμφανίζεται με δυο μορφές, τη χρόνια και την απότομη ξήρανση ή αποπληξία. Και στις δυο περιπτώσεις τα πρώτα χαρακτηριστικά συμπτώματα εμφανίζονται το καλοκαίρι, συνήθως μέχρι τον Αύγουστο.
Στην χρόνια μορφή τα κατώτερα φύλλα των κληματίδων, αρχικά παρουσιάζουν μια χλώρωση περιφερειακά και μεταξύ των κυρίων νεύρων. Οι χλωρωτικές αυτές περιοχές σταδιακά νεκρώνονται και το έλασμα των φύλλων παίρνει χρώμα καστανό, εκτός από μερικές ζώνες κατά μήκος των κυρίων νεύρων που παραμένουν πράσινες. Μεταξύ των καστανών (νεκρών) και πράσινων μερών του ελάσματος παρεμβάλλεται μια στενή ζώνη χλωρωτικών ιστών. Τα προσβεβλημένα πρέμνα εμφανίζουν μια βαθμιαία καχεξία και μείωση της παραγωγής καθώς και αποξήρανση ορισμένων κληματίδων οι οποίες δεν ξηραίνονται αμέσως και μπορεί να βλαστήσουν πάλι κατά τα επόμενα έτη. Στις περιπτώσεις αυτές, από την έκπτυξη των οφθαλμών την άνοιξη παράγονται καχεκτικές κληματίδες που παρουσιάζουν βραχυγονάτωση κι έχουν φύλλα λεπτά, διαφανή και ακανονίστως οδοντωτά οι οποίες στην συνέχεια ξηραίνονται.
Στην μορφή της αποπληξίας, κατά τους θερινούς μήνες, τα πρέμνα μαραίνονται απότομα. Αρχικά τα φύλλα, αμέσως μετά τα σταφύλια ή και ολόκληροι βλαστοί.

Παθογόνο αίτιο – επιδημιολογία

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ασθένεια αποδίδεται σε δυο είδη βασιδιομυκήτων, τον Phellinus igniarius και τον Stereum hirsutum. Οι μύκητες παρασιτούν σε πολλά είδη καρποφόρων και δασικών δένδρων και στους προσβεβλημένους κορμούς και κλάδους όπου σχηματίζουν τις καρποφορίες τους  (βασιδιοκάρπια). Τα βασιδιοκάρπια (μανιτάρια) του Phellinus igniarius είναι πολυετή, έχουν σχήμα βεντάλιας και είναι σκληρά φελλώδη ή ξυλώδη. Τα βασιδιοκάρπια του Stereum hirsutum εμφανίζονται σε ομάδες και έχουν σχήμα όστρακου. Τα παραγόμενα βασιδιοσπόρια παρασύρονται από τον άνεμο και προκαλούν μολύνσεις μέσω των μεγάλων τομών του κλαδέματος και των πληγών που δημιουργεί η φόμοψη, οι παγετοί ή τα εμβόλια. Οι μολύνσεις του ξενιστή από τα σπόρια ευνοούνται από έντονη υγρασία (σταθερή διαβροχή). Επειδή οι μύκητες είναι αναερόβιοι, η έντονη οξυγόνωση αναστέλλει την ανάπτυξή τους ενώ το διοξείδιο του άνθρακα την ευνοεί. Επηρεάζονται πολύ λίγο από την θερμοκρασία (άριστη ανάπτυξη στους 20-25ο C). Συνήθως προσβάλλονται πρέμνα άνω των 10 ετών και σοβαρότερη ζημιά προκαλείται σε πρέμνα άνω των 20 ετών. Οι μύκητες αναπτύσσονται αρχικά στην εντεριώνη και μετά στο ξύλο. Η εξέλιξη της ασθένειας είναι βραδεία και από την μόλυνση μέχρι την εκδήλωση των συμπτωμάτων μεσολαβούν μερικά χρόνια. Τα συμπτώματα γίνονται αντιληπτά μετά την σήψη του καρδιόξυλου και την επέκταση της προσβολής στο ενεργό ξύλο του πρέμνου.

Σπανιότερα η ασθένεια εμφανίζεται σε νεαρά πρέμνα και οφείλεται στην χρησιμοποίηση μολυσμένου πολλαπλασιαστικού υλικού. Το υλικό αυτό συνήθως λαμβάνεται από μεγάλης ηλικίας πρέμνα τα οποία ήταν μολυσμένα και δεν είχαν ακόμα εκδηλώσει συμπτώματα.

iska

iska 2

Kατά μήκος τομή του κορμού. H σήψη του καρδιόξυλου που αρχίζει από μια εγκάρσια τομή από κλάδεμα προχωράει, σε αρκετή απόσταση προς τα κάτω.

Και στις δυο μορφές, σε κατά μήκος τομή του κορμού η σήψη του καρδιόξυλου που αρχίζει από μια εγκάρσια τομή από κλάδεμα προχωράει, σε αρκετή απόσταση προς τα κάτω. Το προσβεβλημένο ξύλο έχει χρώμα κιτρινόλευκο, συνήθως περιβάλλεται από στενή καστανόμαυρη ζώνη και είναι μαλακό, πορώδες και εύθρυπτο. Ασφαλές διαγνωστικό στοιχείο της ασθένειας είναι η χαρακτηριστική αλλοίωση του ξύλου, ενώ τα συμπτώματα στη βλάστηση μπορεί να οφείλονται και σε άλλα αίτια.

Το σύνδρομο της ασθένειας (ίσκας) εκδηλώνεται συνήθως με πέντε τυπικές μορφές (Surico et al., 2008).
Τα κύρια αίτια της εκδήλωσης της ασθένειας θεωρούνται ότι είναι παράγοντες που προσβάλλουν τα αγγεία, μεταξύ των οποίων o συχνότερoς είναι ο Fomitiporia mediterranea,= Phellinus punctatus = F. punctate (Dupont et al., 2000. Mostert et al, 2006, Essakhi et al., 2008, Gramaje et al., 2009). Επιπλέον, η E. lata και ο Stereum hirsutum, παίζουν επίσης ρόλο στην εκδήλωση της ίσκας (Lehoczky & Szabolcs, 1983, Larignon & Dubos, 1997, Reisenzein et al., 2000. Armengol et al., 2001). Ο Phaeomoniella chlamydospora και δύο είδη Phaeoacremonium τα: Pm. inflatipes και Pm. aleophilum, συνδέονται με την ίσκα και την ασθένεια της αμπέλου (Petri decline) στις μεγάλες κύριες παραγωγικές περιοχές της California.
Αν και απομονώνεται  σε αμπέλια με συμπτώματα ίσκας και στο φύλλωμα, ο Phaeomoniella chlamydospora δεν προκαλεί τα τυπικά συμπτώματα σε βότρεις. Οι Phaeomoniella chlamydospora και Pm. aleophilum ευρίσκονται σε πολλές περιοχές αμπελοκαλλιέργειας σε όλο τον κόσμο (Edwards et al, 2001;  Groenewald et al., 2001. Essakhi et al., 2008; Gramaje et al., 2010), ενώ ο F. mediterranea είναι ιδιαίτερα κοινός στην Ευρώπη (Fischer, 2002).
Ο Pm. aleophilum έχει απομονωθεί από ένα μεγάλο αριθμό ξυλωδών ξενιστών, όπως Salix sp., Prunus pensylvanica, Actinidia chinensis (Hausner et al., 1992; Di Marco et al., 2004α) και ο F. mediterranea από τα είδη Corylus avellana, Olea europaea, Lagerstroemia indica, Actinidia chinensis, Acer negundo (Fischer, 2002) και από Citrus spp. Οι (Καλομοίρα et al., 2006) (Farr & Rossman, 2011). Fischer & Kassemeyer (2003) ανέφεραν αρκετά διαφορετικά είδη μυκήτων που έχουν συσχετιστεί με αποσύνθεση του ξύλου σε αμπέλι, συμπεριλαμβανομένων των Pleurotus pulmonarius, Trametes hirsuta, Trametes versicolor, Fomitiporia polymorpha (Fischer & Binder, 2004) στη Βόρεια Αμερική και Fomitiporia australiensis (Fischer et al., 2005), στην Αυστραλία. Αυτοί οι μύκητες έχουν επίσης απομονωθεί από μολυσμένο ξύλο αμπέλου χωρίς συμπτώματα φυλλώματος (Fischer, 2006).

Κύρια αίτια εκδήλωσης της ασθένειας

Επειδή ο Pa. chlamydospora, Pm. aleophilum και F. mediterranea θεωρούνται τα κύρια αίτια εκδήλωσης της ίσκας, έχουν γίνει αρκετές μελέτες του βιολογικού τους κύκλου. Οι Phaeomoniella chlamydospora και Pm. aleophilum χαρακτηρίζονται από την εναέρια διασπορά τους (Larignon & Dubos, 2000. Eskalen & Gubler, 2001). Η απελευθέρωση των σπορίων του Pa. chlamydospora συσχετίζεται με βροχοπτώσεις, ενώ του Pm. aleophilum αυτό συμβαίνει κατά την βλαστική περίοδο χωρίς οποιαδήποτε σύνδεση σε βροχόπτωση (Larignon & Dubos, 2000. Eskalen & Gubler, 2001). Τα σπόρια των Pa. chlamydospora και Pm. aleophilum εισέρχονται στο φυτό μέσω των πληγών κλαδέματος (Larignon & Dubos, 2000. Eskalen et al., 2007α; Serra et al., 2008). Οι πηγές του μολύσματος (πυκνίδια του Pa. chlamydospora και περιθήκια του Pm. aleophilum ) έχουν παρατηρηθεί σε προστατευμένες θέσεις του ξύλου μέσα σε βαθιές ρωγμές (Edwards et al, 2001; Rooney-Latham et al., 2005). Οι Phaeomoniella chlamydospora και Pm. aleophilum μπορούν επίσης να εξαπλωθούν μέσω του πολλαπλασιαστικού υλικού της αμπέλου (Larignon & Dubos, 2000. Fourie & Halleen, 2002. Halleen et al., 2003. Whiteman et al., 2007). Στα φυτώρια, έχει επιβεβαιωθεί η παρουσία του Pa. chlamydospora σε δεξαμενές ενυδάτωσης με αναλύσεις ανίχνευσης PCR και σε εργαλεία μπολιάσματος καθώς και σε υποστρώματα ριζοβολίας (Ridgway et al., 2002. Retief et al, 2006, Edwards et al., 2007α, Aroca et al., 2009). Επίσης έχει εντοπιστεί σε μολυσμένα φυτά εμπορίου (Bertelli et al., 1998, Gime΄Nez-Jaime et al., 2006). Υποστηρίζεται ότι ο F. mediterranea που εξαπλώνεται μέσω αερομεταφερόμενων βασιδιοσπορίων διασταυρώνεται στην φύση. Από τον Pm. aleophilum, πολλοί γονότυποι μπορούν να βρεθούν μέσα σε ένα αμπελώνα (Borie et al., 2002). Αυτές οι μελέτες δείχνουν ότι ο F. mediterranea και ο Pm. aleophilum αναπαράγονται σεξουαλικά και ως εκ τούτου, τα βασιδιοκάρπια και τα περιθήκια, αντίστοιχα, μπορεί να αντιπροσωπεύουν πηγές μολύσματος στο πεδίο (Cortesi et al., 2000. Borie et al., 2002. Jamaux – Despre΄aux & Pe΄ros, 2003, Rooney-Latham et al., 2005).

Η ασθένεια

Τα σύνδρομα εκδήλωσης της ίσκας είναι i) καφέ ραβδώσεις ξύλου (ως επί το πλείστον επηρεάζει τα ριζοβολημένα μοσχεύματα), ii)ασθένεια του Petri (Petri decline),iii) ίσκα νεαρών αμπελώνων (new esca), iv)ίσκα (esca) και v)κλασσική ίσκα (proper esca) (Surico et al., 2008).
Ο Phaeomoniella chlamydospora και ο Pm. aleophilum συνδέονται με το σύνδρομο των καφέ ραβδώσεων του ξύλου, την νόσο του Petri και την ίσκα των νεαρών αμπελώνων, ενώ η ίσκα (λευκή σήψη που εμφανίζεται στον κορμό και τους κλάδους ώριμων αμπελώνων προκαλείται από τον F. mediterranea και ⁄ ή από άλλους βασιδιομύκητες.
Η κλασσική ίσκα, συνήθως απαντάται σε μεγάλης ηλικίας αμπελώνες, και συνήθως είναι δείκτης συνύπαρξης της ίσκας νέων αμπελώνων και της ίσκας στο ίδιο φυτό. Συμπτώματα που σχετίζονται με τον Pa. chlamydospora και Pm. aleophilum υπάρχουν είτε μόνο εσωτερικά (συμπτώματα ξύλου), όπως οι καφέ ραβδώσεις ξύλου ή και εσωτερικά και εξωτερικά (συμπτώματα στο ξύλο και στην βλάστηση), όπως στην ασθένεια του Petri και των νέων αμπελώνων. Τα πιο κοινά συμπτώματα του ξύλου (παρατηρούνται στην μητρική φυτεία αμπέλου, στα ριζοβολημένα μοσχεύματα ή τον κορμό και τα κλαδιά των «καθισμένων» αμπέλων) περιλαμβάνουν και διάφορες μορφές αποχρωματισμού, μεταξύ των οποίων μαύρες ραβδώσεις με τη συμμετοχή ενός ή περισσοτέρων αγγείων ξύλου και περιοχές με σκοτεινή ή καφέ νέκρωση παρατηρούνται πιο συχνά. Συγκεκριμένα συμπτώματα δεν έχουν περιγραφεί στις ρίζες (Surico et al., 2006).iska kylides

Χαρακτηριστικές κηλίδες που παρατηρούνται στην εξωτερική επιφάνεια του σταφυλιού, περιγράφονται ως «μαύρη ιλαρά» στις ΗΠΑ

Εξωτερικά συμπτώματα της ασθένειας του Petri, η οποία επηρεάζει πολύ νεαρούς αμπελώνες (από 1 έτος), περιλαμβάνουν την πλήρη παύση της ανάπτυξης, χλώρωση των φύλλων, απώλεια παραγωγής και καθολική μείωση της ανάπτυξης των φυτών.
Εξωτερικά συμπτώματα της ίσκας των νεαρών αμπελώνων χαρακτηρίζονται από κηλίδες που εμφανίζονται μεταξύ των νεύρων ή κατά μήκος των άκρων των φύλλων και που τείνουν να επεκταθούν και να ενωθούν γίνονται τελικά χλωρωτικές και νεκρωτικές λωρίδες με μόνο μια στενή πράσινη λωρίδα κατά μήκος του κεντρικού νεύρου . Στις περισσότερες περιπτώσεις, το φύλλο που έχει επηρεαστεί παίρνει τελικά μια εμφάνιση «ρίγες τίγρη» (Surico et al., 2008).

Χαρακτηριστικές κηλίδες παρατηρούνται επίσης στην εξωτερική επιφάνεια του σταφυλιού και περιγράφονται ως «μαύρη ιλαρά» στις ΗΠΑ, (Mugnai et al., 1999). Συμπτώματα στα φύλλα της ίσκας των νεαρών αμπελώνων δεν είναι άμεσα συνδεδεμένα με εκείνα στο ξύλο (Surico et al., 2008). Πράγματι, συνήθως εμφανίζονται αρκετά χρόνια μετά την μόλυνση της αμπέλου στην οποία τα συμπτώματα στο ξύλο έχουν ήδη αναπτυχθεί. Επιπλέον, ακόμη και μετά την πρώτη τους εμφάνιση, τα συμπτώματα στα φύλλα δεν αναπτύσσονται συστηματικά και δεν μπορούν να προβλεφθούν από έτος σε έτος, γεγονός που δείχνει ότι πιθανώς εμπλέκονται αρκετοί παράγοντες στην ανάπτυξή τους. Ένα σύμπτωμα που παρατηρείται συχνά, ειδικά στην ίσκα των νεαρών αμπελώνων- και ⁄ ή στην ίσκα, είναι η αποπληξία, η οποία χαρακτηρίζεται από τον μαρασμό ενός ή περισσότερων κλάδων και συνοδεύεται από πτώση των φύλλων και το ρυτίδωμα και το στέγνωμα του σταφυλιών (Mugnai et al., 1999) (Fig. 1e). Υγιή φύλλα μπορεί να στεγνώσουν επάνω στο φυτό μέσα σε λίγες ημέρες. Συνήθως, αυτό το βίαιο συμβάν παρουσιάζεται τους θερινούς μήνες, ιδιαίτερα όταν είναι ξηρός, ζεστός ο καιρός και ακολουθούν βροχοπτώσεις (Mugnai et al., 1999; Surico et al., 2006). Μετά την περίπτωση αυτή, τα αμπέλια που έχουν επηρεαστεί μπορεί να συνεχίσουν την ανάπτυξη κατά την επόμενη σεζόν ή και το τρέχον έτος, αλλά μπορεί και να ξεραθούν τελικά. Λόγω της σχέσης της με την ίσκα των νεαρών αμπελώνων και ⁄ την ίσκα, η αποπληξία θεωρείται ως μια σοβαρή μορφή αυτού του συμπλέγματος των ασθενειών (Surico et al., 2008; Letousey et al., 2010).

Με βάση τα στοιχεία που συνέλεξαν πολλές ερευνητικές ομάδες σε όλο τον κόσμο, έχουν προταθεί πρόσφατα κάποιες τροποποιήσεις της ορολογίας της νόσου (Surico, 2009), όπως η αντικατάσταση του όρου «ίσκα νεαρών αμπελώνων» με «ασθένεια της λωρίδωσης των φύλλων της αμπέλου» ‘grapevine leaf stripe disease’ (GLSD), που θα οδηγούσε σε μια Ένωση του όρου «ίσκα» μόνο με την λευκή αποσύνθεση του κορμού (ίσκα) και την κλασσική ίσκα (Surico, 2009).

Φυσιολογία της ανάπτυξης συμπτωμάτων

Στους αμπελώνες, η φωτοσύνθεση των φύλλων αλλοιώνεται σε μεγάλο βαθμό στην περίπτωση της ασθένειας των λωρίδων στα φύλλα της αμπέλου (GLSD) (Petit et al., 2006). Σε σύγκριση με φύλλα από ασυμπτωματικούς βλαστούς, τα συμπτώματα στα φύλλα σχετίζονται με:
(i)    μείωση στην αφομοίωση τουCO2
(ii)   σημαντική αύξηση στην μεσοκυττάρια συγκέντρωση CO2
(iii)  σημαντική μείωση τόσο της maximum fluorescence yield όσο και της effective photosystem II quantum yield και
(iv)  μείωση της συνολικής χλωροφύλλης (Petit et al., 2006).
Μια σταδιακή μείωση της καθαρής φωτοσύνθεσης (Pn) παρατηρήθηκε σε ασυμπτωματικά φύλλα που υπήρχαν σε βλαστούς με συμπτώματα.  (Petit et al, 2006, Magnin-Robert et al., 2011). Επιπλέον, η μεταβολή της φωτοσύνθεσης διαπιστώθηκε 2 μήνες πριν την εμφάνιση συμπτωμάτων φυλλώματος σε ποικιλία Cabernet Sauvignon (Christen, 2006). Σε συνάρτηση με την πτώση στην φωτοσύνθεση (Pn), ανατομικές μελέτες επισήμαναν  κυταρρική ζημιά και μείωση των κόκκων αμύλου σε ασυμπτωματικά φύλλα που ανήκαν σε βλαστούς με συμπτώματα. Στα πράσινα μέρη των φύλλων με συμπτώματα, διαπιστώθηκε  λιγότερο πυκνό κυτταρόπλασμα. Επιπλέον, κατεστραμμένες ενδοκυτταρικές  δομές ήταν πιο εκτεταμένες στα χλωρωτικά τμήματα των φύλλων με συμπτώματα (Valtaud et al., 2009α). Στο σύνολό τους, αυτές οι παρατηρήσεις αλλοιώσεων στα κύτταρα του φύλλου εμφανίζονται πριν από την ανάπτυξη των ορατών συμπτωμάτων (Valtaud et al., 2009α).

Αποπληκτικές μορφές ίσκας συσχετίζονται συχνά με περίσσεια νερού στο έδαφος σε συνδυασμό με ζεστό καιρό, συνθήκες που οδηγούν σε μια δραματική ανισορροπία μεταξύ διαπνοής φυλλώματος (στομάτια) και απορρόφησης ρίζας (Surico et al., 2006). Στους αμπελώνες, σημαντικές μειώσεις τόσο  στην ανταλλαγή αερίων όσο και στην χρήση νερού παρατηρήθηκαν, σε οπτικά υγιή φύλλα αμπελιού που ασθενούσαν από GLSD,  7 ημέρες πριν από την αποπληξία. Πρόσθετη ανάλυση έδειξε ότι  αυτή η διαταραχή στην φωτοσύνθεση ήταν κυρίως αποτέλεσμα μη στοματικών παραγόντων επειδή το κλείσιμο των στοματίων μειώνει τις συγκεντρώσεις CO2  στο εσωτερικό του φύλλου ενώ αυτές αυξήθηκαν (Letousey et al., 2010).

Αντίθετα, ο Edwards και οι συνεργάτες του (2007b, c) παρατήρησαν αύξηση της στοματικής αγωγιμότητας  των φύλλων, η οποία οδήγησε απευθείας σε ένα έλλειμμα νερού, ως αντίδραση στις μολύνσεις του Pa. chlamydospora σε 3ετές φυτό αμπέλου σε γλάστρα, σε συνθήκες θερμοκηπίου. Η σύγκριση της ανάκλασης φωτός σε πληγέντα από ίσκακαι ξηρασία, φυτά αποκάλυψε δύο διαφορετικές λειτουργικές συμπεριφορές (μοτίβα) στο φωτοσύστημα ΙΙ, γεγονός που υποδηλώνει ότι η ασθένεια GLSD απλά δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα έλλειψης  νερού (Christen et al., 2007 • Letousey et al., 2010).
Βλαστοί φυτών με συμπτώματα μειώνουν τα αποθέματα υδατανθράκων τους κατά το υπόλοιπο του χειμώνα, όταν παρουσιάζουν συμπτώματα της GLSD ή όχι (Petit et al., 2006). Κατά το πρώτο έτος ανάπτυξης των συμπτωμάτων, η μείωση στην αφομοίωση του CO2 μπορεί να μειώσει τη σύνθεση των υδατανθράκων (Calzarano et al., 2001). Η μείωση των αποθεμάτων μπορεί να συμβάλει σεσημαντική μείωση στην ανάπτυξηκαι την ζωτικότητα των φυτών κατά το επόμενο έτος.

Δευτερογενείς μεταβολίτες που απομονώθηκαν  από παθογόνα της ίσκας

Αρκετοί δευτερογενείς μεταβολίτες  έχουν απομονωθεί από τον  Pm. aleophilum και τον Pa. chlamydospora (Evidente et al., 2000. Tabacchi et al., 2000. Abou-Mansour et al., 2004. Andolfi et al., 2011). Υποστηρίζεται ότι αυτοί οι τύποι των μεταβολιτών μπορεί να παρεμβαίνουν στην ανάπτυξη της νόσου, αν και ο τρόπος δράσης τους σε κυτταρικό επίπεδο δεν έχει ακόμη καθοριστεί με ακρίβεια.

Καμία έρευνα χρησιμοποιώντας αναλυτικές μεθόδους, δεν ανέφερε τις απομονωθείσες αυτές ενώσεις σε μολυσμένους ιστούς. Ωστόσο, η απουσία αυτών των φυτοτοξικών ενώσεων δεν εκπλήσει γνωρίζοντας την υψηλή τους ικανότητα αμέσου αντιδράσεως και την ισχυρή τάση τους να αποδομηθούν με περαιτέρω οξείδωση, μείωση ή ενζυματική αντίδραση, σε ζώντα οργανισμό. Μια πρόσφατη μελέτη ανέφερε ότι ένα πολυπεπτίδιο που εκκρίνεται από τον  Pa. chlamydospora και τον Pm. aleophilum προκάλεσε το θάνατο των κυττάρων αμπέλου 41BT, που προκλήθηκε από την μεμβρανική εκπόλωση των κυττάρων, από την ενεργοποίηση του δευτερογενούς μεταβολισμού των φυτών, κυρίως με την σύνθεση ανθοκυάνης, που ενήργησε σε βασικές ενζυμικές αντιδράσεις. Αυτό οδήγησε στην υπόθεση ότι τα τοξικά πολυπεπτίδια των δύο μυκήτων τροποποιούν τον μεταβολισμό των κυττάρων του φυτού μέσω διαφορετικών οδών (Luini et al., 2010). Εκτός από φυτοτοξίνες, πολλοί φυτοπαθογόνοι μύκητες εκκρίνουν ένζυμα που υποβαθμίζουν μακρομόρια των φυτικών ιστών. Ο Valtaud και συνεργάτες (2009α) έδειξαν ότι ο Pm. aleophilum μετείχε σε όλες τις εξωκυττάριες ενζυμικές δραστηριότητες που ενοχοποιούνται για την υποβάθμιση των πολυσακχαριτών, όπως η ξυλανάση εξω – και ενδο-β-1,4-γλυκανάση, και β-γλυκοσιδάση.  Αντίθετα, ο Pa.  chlamydospora δεν έδειξε καμία από αυτές τις ενζυμικές δραστηριότητες. Χημική ανάλυση σε κατεστραμμένα θραύσματα ξύλου 6 μήνες μετά από μόλυνση με Pm. aleophilum in vitro έδειξαν ότι ο μύκητας κατά προτίμηση τροποποιεί την κυτταρίνη και ημικυτταρίνη, ενώ υποβάθμισε ελάχιστα την λιγνίνη. Οξειδωτικά ένζυμα είναι πρωταρχικής σημασίας, λόγω της δυνατότητάς τους να καταλύουν την οξείδωση των φαινολών σε φυτοτοξικές κινόνες και να αδρανοποιούν φυτικές πρωτεΐνες και ορμόνες. Ένζυμα λακκάσης, παράγονται κυρίως από μύκητες αποσύνθεσης του ξύλου, που οξειδώνουν και αποσυνθέτουν την λιγνίνη (Lindeberg & Holm, 1952).

Τέλος, ένα ένζυμο 60-kDa laccase που ήταν σε θέση να οξειδώνει διάφορες φυσικές φαινολικές και πολυφαινολικές ενώσεις απομονώθηκε από μια καλλιέργεια του F. mediterranea, τον κύριο αιτιολογικό παράγοντα της λευκής σήψης του ξύλου σε αμπέλια (Abou-Mansour et al., 2009). Οι επιπτώσεις στους δευτερογενείς μεταβολίτες αυτών των οξειδωτικών ενζύμων που εκκρίνονται από τους μύκητες εισβολείς παραμένουν ένα κρίσιμο ζήτημα προς εξέταση.

Η άμυνα του φυτού της  αμπέλου έναντι των ασθενειών που προσβάλλουν τον κορμό.

Η διαταραχή του πρωτογενούς μεταβολισμού, όπως η διαταραχή της φωτοσύνθεσης, συνδέεται συχνά με την επαγωγή των αμυντικών αντιδράσεων του φυτού. Για παράδειγμα, μια υποέκφραση των γονιδίων που σχετίζονται με την φωτοσύνθεση και μια ταυτόχρονη έκφραση των αμυντικών γονιδίων έχουν περιγραφεί σε διάφορες αλληλεπιδράσεις φυτού– παθογόνου (Bonfig et al., 2006).

Λίγες διαθέσιμες πληροφορίες υπάρχουν σχετικά με την αντίδραση των φυτών της αμπέλου μετά από επίθεση ξυλοτρόφων παθογόνων, αν και αυτή η γνώση είναι πολύ σημαντική για τη διευκρίνιση των πιθανών μηχανισμών άμυνας που αναπτύσσουν τα φυτά κατά των μυκήτων που αποικίζουν τον ξυλώδη ιστό. Κατά τη διάρκεια της προσβολής  της αμπέλου από E. lata, η υποβάθμιση της ημικυτταρίνης  και λιγνίνης  έχει αναφερθεί (Rudelle et al., 2005. Rolshausen et al., 2008). Επιπλέον, η προκύπτουσα χαλαρότητα των ιστών από την ασθένεια GLSD καταλήγει σε προεξοχέχουσες αγγειώδεις δέσμες από το πρωτόπλασμα γειτονικών παρεγχυματικών κυττάρων (Del Rio et al., 2004). Αν και αυτό είναι αποτέλεσμα προσβολής από τα παθογόνα της ίσκας αυτές οι αγγειώδεις προεξοχές που σχηματίζονται παρέχουν αποτελεσματική προστασία ενάντια στην περαιτέρω διάδοση των παθογόνων παραγόντων (Del Rio et al., 2001).iska2 kilidesΜαύρες κηλίδες σε εγκάρσια τομή ξύλου αμπέλου σύμπτωμα προσβολής από τους μύκητες της ίσκας

Εκτός από αυτό παρατηρείται επίσης, συσσώρευση πολυσακχαριτών και φαινολικών ενώσεων, αποκαλούμενα gummosis, (Catesson et al., 1976). Η gummosis είναι γνωστό  ότι μπλοκάρει τα αγγεία του ξύλου ως αντίδραση στην προσβολή από τους μύκητες της ίσκας. (Graniti et al., 2000, Del Rio et al., 2004). Ο σχηματισμός των δομών της gummosis στο ξύλο είναι η αιτία των μαύρων κηλίδων που παρατηρούνται στον κορμό των φυτών που επλήγησαν από την ασθένεια GLSD (Mugnai et al., 1999).
Εξετάσεις αμπέλων στο πεδίο απέδειξαν ότι οι προσβολές μειώνουν την λειτουργία των αγγείων του ξύλου κατά 16% για κάθε 1% αύξηση των δομών gummosis (μπλοκαρισμένα αγγεία), γεγονός που δείχνει ότι η απόφραξη των αγγείων δεν είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για την απώλεια της λειτουργίας του αγγειακού συστήματος (Edwards et al., 2007 d). Επιπλέον, τα κύτταρα που περιβάλλουν τα μπλοκαρισμένα αγγεία έχει αποδειχθεί ότι περιέχουν περισσότερες φαινολικές ενώσεις από τα κύτταρα των υγειών αγγείων (Del Rio et al., 2001). Εκτός από βιοχημικά εμπόδια, τα φυτά αντιδρούν στη διείσδυση των υφών των μυκήτων σχηματίζοντας θηλές,  που αποτελούν ζώνες πλούσιες σε πολυφαινόλες (Cottral et al., 2004). Αυτές οι θηλές θα μπορούσαν να διαδραματίσουν έναν ρόλο στην παρεμπόδιση της εξέλιξης των παθογόνων παραγόντων. Ταννίνες έχει επίσης αποδειχθεί ότι συσσωρεύονται σε χυμοτόπια των κυττάρων του φυλλώματος των αμπέλων που επλήγησαν από GLSD (Valtaud et al., 2011). Αυτή η συσσώρευση αρχίζει σε ασυμπτωματικά φύλλα που βρίσκονται  σε βλαστούς  που ασθενούν από GLSD και γίνεται πιο ουσιαστική, καθώς τα συμπτώματα εμφανίζονται (Valtaud et al., 2011).
Φυτοαλεξίνες  επίσης βρέθηκε να συσσωρεύονται στο καφέ-κόκκινο ξύλο των GLSD-ασθενών αμπέλων, συμπεριλαμβανομένης της ρεσβερατρόλης, εβινιφερίνης και δύο άλλων ολιγομερών της ρεσβερατρόλης (resveratrol διμερής και ρεσβερατρόλη τετραμερής) ( Martin et al., 2009). Η ρεσβερατρόλη και άλλες φαινολικές ενώσεις επίσης ανιχνεύθηκαν σε φύλλα και σταφύλια από φυτά που επλήγησαν από GLSD (Calzarano et al., 2008; Lima et al., 2010). Εφαρμογή της ρεσβερατρόλης έδειξε άμεση αντιμυκητιακή επίδραση με την αναστολή της in vitro ανάπτυξης των E. lata,, S. hirsutum και F. mediterranea (Mazzullo et al., 2000. Coutos-The΄venot et al., 2001
Η παραγωγή οξυγόνου συνδέεται με διάφορους μηχανισμούς που ρυθμίζουν και την προστασία του φυτικού κυττάρου από το οξειδωτικό στρες. Η γλουταθειόνη S-τρανσφεράση (GST) και η  superoxide dismutase (SOD) είναι δύο σημαντικά ένζυμα σε διαδικασίες αποτοξίνωσης και στην ανθεκτικότητα έναντι οξειδωτικού στρες (Bowler et al., 1992, Marrs, 1996). Σε ασυμπτωματικά φύλλα πριν την εμφάνιση της αποπληξίας, προεκλήθη έκφραση της GST, ενώ  η SOD είχε σαφώς κατασταλεί (Letousey et al., 2010). Η καταστολή της SOD σε ιστούς φύλλων  της αμπέλου που επλήγησαν από το GLSD μπορεί να δείχνει έλλειψη ελέγχου οξειδωτικού στρες από ένζυμα SOD, τα οποία θα μπορούσαν να είναι θανατηφόρα  για το φυτό και να ενισχύσει κατά συνέπεια τα συμπτώματα (Letousey et al., 2010).
Η κατάσταση της κυτταρικής γλουταθιόνης είναι σημαντική στην οξείδωση(Foyer et al., 1997; May et al., 1998), διότι η γλουταθειόνη (GSH) προστατεύει τα φυτικά κύτταρα από το οξειδωτικό στρες. Οι Valtaud et al. (2009b) έδειξαν ότι η GLSD τροποποιεί τον μεταβολισμό της γλουταθειόνης με συστηματικό τρόπο. Η συσώρευση της γλουταθειόνης μειώθηκε στα φύλλα πριν την εμφάνιση των ορατών συμπτωμάτων της GLSD. Ταυτόχρονα, τα επίπεδα έκφρασης των τριών γονιδίων κωδικοποίησης των GSH-βιοσυνθετικών ενζύμων ήταν έντονα σε ασυμπτωματικά φύλλα και είχαν κατασταλεί στα φύλλα με συμπτώματα (Valtaud et al., 2009b).
Μια ανάλυση στον πράσινο ιστό του κορμού έδειξε αύξηση μιας πρωτεΐνης GST phi-class και καταστολή μιας πρωτεΐνης SOD, αντίστοιχα, στους μίσχους με συμπτώματα ίσκας (Spagnolo et al., 2012). Λαμβάνοντας υπόψη τη σχετική διαταραχή στο αντιοξειδωτικό σύστημα η ROS ρύθμιση είναι κρίσιμη κατά τη διάρκεια έκφρασης των συμπτωμάτων και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως δείκτες στρες για προσβολές στο  αμπέλι από παθογόνα ξύλου. Μια μικροσκοπική εξέταση του ξύλου αμπέλου που είχε μολυνθεί από Pa. chlamydospora έδειξε ότι ο μύκητας εξαπλώνεται σιγά-σιγά στον ιστό του ξύλου και απαιτεί 9 μήνες να αποικίσει έως 25-35 cm πάνω από την περιοχή της προσβολής,  κινείται κυρίως κατά μήκος των αγγείων (Lorena et al., 2001). Αυτή η εξάπλωση φαίνεται να σχετίζεται με την αντίδραση της άμυνας του φυτού, συμπεριλαμβανομένης της παραγωγής tylose και της συσσώρευσης φαινολών και στιλβενίων στον κυψελοειδή τοίχο γύρω από τα μολυσμένα κύτταρα (Lorena et al., 2001).
Η σχετικά μεγάλη περίοδος για την έκφραση συμπτωμάτων στις GLSD, botryosphaeria και eutypa θα μπορούσε να είναι ένα παράδειγμα της δύναμης των προσχηματισμένων και επαγωμένων αμυνών του φυτού της αμπέλου να περιορίσει τη διάδοση των παθογόνων παραγόντων στους ιστούς του ξύλου. Κατά συνέπεια, ο εισβολέας παραμένει σε μια σχεδόν αδρανή φάση ή περιορίζεται σε μικρό αριθμό κυττάρων του ξενιστή. Δεν παράγει κανένα εμφανές σύμπτωμα και μπορεί να ανιχνευθεί μόνο μέσω καλλιέργειας είτε με μοριακές τεχνικές (Scheck et al., 1998; Spagnolo et al., 2011). Η αμυντική αντίδραση του φυτού στην προσβολή τείνει να ενισχύσει το κυτταρικό τοίχωμα, να διατηρηθεί η οσμωτική και οξειδοαναγωγική ισορροπία, να καταστρέψει τα κυτταρικά τοιχώματα του μύκητα και να αντισταθεί στον παθογόνου παράγοντα της ασθένειας. Ωστόσο, αυτές οι αμυντικές αντιδράσεις δεν είναι ικανές  να αποτρέψουν  την προσβολή από το παθογόνο και την έκφραση των συμπτωμάτων της νόσου επειδή εκφράζονται συχνά πολύ αργά ή σε ανεπαρκή επίπεδα.

Ο έλεγχος της ασθένειας

Ο έλεγχος της ίσκας και της βοτρυοσφαίριας είναι δύσκολος, εφόσον  το αρσενικώδες νάτριο, το μόνο αποτελεσματικό μυκητοκτόνο, έχει απαγορευτεί, επειδή έχει καρκινογόνο δράση στον άνθρωπο και υψηλή τοξικότητα για το περιβάλλον (Decoin, 2001. Bisson et al, 2006, Larignon et al., 2008; Spinosi & Fe΄votte, 2008). Κατά συνέπεια, μια ευρεία γκάμα μεθόδων ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων χημικών ουσιών, βιολογικών παραγόντων, φυσικών μορίων και απολυμαντικώνμεθόδων, έχουν δοκιμαστεί κατά των ασθενειών του ξύλου της αμπέλου. Παρά τις προσπάθειες αυτές, η αποτελεσματικότητα μιας ενιαίας μεθόδου ελέγχου φαίνεται να περιορίζεται, και οι στρατηγικές διαχείρισης που συνδυάζουν δύο ή περισσότερες από αυτές τις μεθόδους πρέπει να εφαρμόζονται για τη μείωση της επίπτωσης της νόσου.
Αρκετοί συγγραφείς έχουν συγκεντρώσει όλα τα ερευνητικά δεδομένα που έχουν δημοσιευθεί μέχρι σήμερα για την διαχείριση και τον έλεγχο των παθογόνων μυκήτων του ξύλου της αμπέλου. Περιγράφουν λεπτομερώς τα πιθανά στάδια εξάπλωσης των νόσων. Αυτά τα πιθανά στάδια πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά στα φυτώρια ώστε να βελτιωθεί η ποιότητα του φυτικού υλικού που θα παραδοθεί στους παραγωγούς αμπέλου (Stamp, 2001; Hunter et al., 2004; Waite & Morton, 2007, Gramaje & Armengol, 2011). Το 1998, η Ευρωπαϊκή και μεσογειακή οργάνωση προστασίας των φυτών (OEPP ⁄ EPPO, 2008) καθιέρωσε ένα πρότυπο το οποίο περιγράφει την παραγωγή υλικών δοκιμής παθογένειας των οινοποιήσιμων ποικιλιών και υποκειμένων.

Χημικός έλεγχος

Ο χημικός έλεγχος βασίζεται στην  προστασία των πληγών από το κλάδεμα, συνήθως με μυκητοκτόνα, ώστε να αποφευχθεί η μόλυνση των αμπέλων και να περιοριστεί η επέκταση της μόλυνσης  στο φυτό. Χημικές εφαρμογές που συχνά περιέχουν περισσότερα από ένα μυκητοκτόνα εφαρμόζονται συχνά στο έδαφος (εγχυτήρας), στον κορμό (ενέσεις κορμών) και στις πληγές κλαδέματος (Χειροποίητοι πολτοί ή υγρά σκευάσματα) (πίνακας 1). Ωστόσο, αυτές οι εφαρμογές μπορεί να είναι ακριβές, να μην είναι πρακτικές και ⁄ να ξεπλένονται τα φάρμακα μετά από βροχόπτωση (Calzarano et al., 2004. Sosnowski et al., 2004. Rolshausen & Gubler, 2005). Ψεκασμός με σκευάσματα είναι συνήθως η πιο πρακτική μέθοδος, αλλά εύκολα ξεπλένονται από βροχοπτώσεις. Εφαρμογές με πινέλο και ενέσεις κορμών είναι ανέφικτες και ακριβές, αλλά είναι οικονομικά αποδοτικές όταν εφαρμόζονται σε αμπελώνες υψηλής προσόδου (Di Marco et al., 2000. Rolshausen et al., 2010)
Εφαρμογές μυκητοκτόνων in vitro, στο θερμοκήπιο ή στο πεδίο έχει αναφερθεί ότι μειώνουν την ανάπτυξη του μυκηλίου καθώς και ⁄ ή την βλάστηση των κονιδίων των παθογόνων. Εντούτοις, η αποτελεσματικότητά τους στη μείωση της επίπτωσης του παθογόνου παράγοντα είναι πολύ μεταβλητή (Bester et al., 2007 • Rolshausen et al., 2010 • Amponsah et al., 2012).
Ο έλεγχος με βιολογικούς παράγοντες και φυσικά μόρια, ειδών του γένους Trichoderma έχουν δοκιμαστεί για την προστασία των τομών κλαδέματος κατά παθογόνων παραγόντων του ξύλου (Hunt et al., 2001., 2001. Di Marco et al., 2004b; John et al., 2004). Εργαστηριακές εφαρμογές Trichoderma spp μείωσαν την επίπτωση των μυκήτων που εμπλέκονται σε ασθένειες ξύλου.
Άλλοι βιολογικοί παράγοντες (π.χ. Bacillus subtilis, Fusarium lateritium, Erwinia herbicola, Cladosporium herbarum, Aureobasidium pullulans και Rhodotorula rubra) και φυσικά μόρια (π.χ. χιτοζάνη και κυστεΐνη) έχουν επίσης αναφερθεί ως αποτελεσματικά μέσα κατά των νοσογόνων παραγόντων του ξύλου της αμπέλου, μόνα ή σε συνδυασμό με μυκητοκτόνα, αν και ορισμένα από αυτά έχουν δοκιμαστεί μόνο in vitro ή σε φυτώρια.

Μέθοδοι απολύμανσης
Για πολλά χρόνια, τα απολυμαντικά μέτρα ήταν τα πιο διαδεδομένα  για τον έλεγχο της εξάπλωσης των ασθενειών κορμού στο αμπέλι.

Συμπεράσματα

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, η επίπτωση των ασθενειών κορμού της αμπέλου, Εutypa lata  ίσκας (GLSD) και botryosphaeria έχουν αυξηθεί σημαντικά σε όλο τον κόσμο. Δεν έχει αναφερθεί η παρουσία των παθογόνων μυκήτων στα φύλλα ή τους καρπούς. Η μεταβολή της φωτοσύνθεσης, ή η ανταλλαγή αερίων, η αντίδραση της άμυνας του φυτού και η παρουσία μυκοτοξινών δεν έχουν επαρκώς διερευνηθεί . Πέρα από τη συσσώρευση των φαινολικών ενώσεων και την εξάντληση του άμυλου στο ξύλο, υπάρχει γενικά μια έλλειψη γνώσης σχετικά με τον τρόπο αντίδρασης του φυτού στις ασθένειες του ξύλου.  Στο μέλλον, η βιοπληροφορική ανάλυση μπορεί να είναι χρήσιμη για τη μελέτη της έκφρασης των διαφόρων συνόλων γονιδίων του φυτού, ως ανταπόκριση (αντίδραση) σε μόλυνση του ξυλώδους ιστού, ή σε  βιοτικούς και αβιοτικούς παράγοντες stress .
Ο συνδυασμός των δεδομένων της αντίδρασης (άμυνας) των φυτών και της δραστηριότητας των  μυκήτων θα μπορούσε να δώσει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τους μηχανισμούς που αναπτύχθηκαν από τους μύκητες ώστε να αποικίσουν το αμπέλι και τις αμυντικές αντιδράσεις που προκαλούνται για τον περιορισμό της εξέλιξης της προσβολής. Μια τέτοια εργασία παρουσιάζει δυσκολίες, επειδή το αμπέλι είναι πολυετές φυτό καλλιεργείται σε όλο τον κόσμο και σε διάφορες περιβαλλοντικές συνθήκες. Προσπάθειες για τον έλεγχο αυτών των μυκητολογικών ασθενειών βασίζονται σήμερα στην χρήση βιολογικών παραγόντων, φυσικών μορίων, χημικών ενώσεων και απολυμαντικών μεθόδων,που  χρησιμοποιούνται μόνες τους ή σε συνδυασμό.
Ως εκ τούτου, οι στρατηγικές ελέγχου απαιτούνται επειγόντως για την πρόληψη ή και τον περιορισμό των επιπτώσεων των ασθενειών του ξύλου της αμπέλου. Σε όλο τον κόσμο, οι ερευνητές εργάζονται για να βρούν τα μέσα διαχείρισης αυτού του σημαντικού προβλήματος. Εν κατακλείδι, παρά το γεγονός ότι η σχέση μεταξύ νέκρωσης ξύλου και παρουσίας των διάφορων μυκήτων είναι καλά τεκμηριωμένη, τα αίτια της ανάπτυξης των τυπικών συμπτωμάτων του φυλλώματος είναι ακόμα ασαφή. Εξωκυτταρικές ενώσεις προερχόμενες από τα παθογόνα, αλλαγή της φυσιολογίας της αμπέλου, στο κλίμα ή στην μικροβιολογική ισορροπία, και η παρουσία αγνώστων παθογόνων, είναι όλα παράγοντες που επηρεάζουν την έκφραση των συμπτωμάτων της νόσου και θα πρέπει να διερευνηθούν σε βάθος.

Βιβλιογραφία

Abou-Mansour E, Couche΄ E, Tabacchi R, 2004. Do fungal naphthalenones have a role in the development of esca symptoms? Phytopathologia Mediterranea 43, 75–82.
Abou-Mansour E, Polier J, Pezet R, Tabacchi R, 2009. Purification and partial characterisation of a 60 kDa laccase from
Fomitiporia mediterranea. Phytopathologia Mediterranea 48, 447–53.
Amponsah NT, Jones E, Ridgway HJ, Jaspers MV, 2012. Evaluation of fungicides for the management of botryosphaeria
dieback diseases of grapevines. Pest Management Science 68, 676–83.
Andolfi L, Mugnai L, Luque J, Surico G, Cimmino A, Evidente A, 2011. Phytotoxins produced by fungi associated with grapevine
trunk diseases. Toxins 3, 1569–605.
Armengol J, Vicent A, Torne΄ L, Garcia-Figueres F, Garcia-JimenezJ, 2001. Fungi associated with esca and grapevine declines in
Spain: a three-year survey. Phytopathologia Mediterranea 40, S325–9.
Aroca A, Gramaje D, Armengol J, Garcı΄a-Jime΄nez J, Raposo R, 2009. Evaluation of the grapevine nursery propagation process as a source of Phaeoacremonium spp. and Phaeomoniella chlamydospora and occurrence of trunk disease pathogens in rootstock mother vines in Spain. European Journal of Plant Pathology 126, 165–74.
Bertelli E, Mugnai L, Surico G, 1998. Presence of Phaeoacremonium chlamydosporum in apparently rooted grapevine cuttings. Phytopathologia Mediterranea 37, 79–82.
BesterW, Crous PW, Fourie PH, 2007. Evaluation of fungicides as potential grapevine pruning wound protectants against Botryosphaeria species. Australasian Plant Pathology 36, 73–7.
Bisson M, Houeix N, Hulot C et al., 2006. Arsenic et ses De΄rive΄s Inorganiques. Verneuil-en-Halatte, France: INERIS; Fiches de Donne΄es Toxicologiques et Environnementales des Substances Chimiques.
Bonfig K-B, Schreiber U, Gabler A, Roistch T, Berger S, 2006. Infection with virulent and avirulent P. syringae strains differentially affects photosynthesis and sink metabolism in Arabidopsis thaliana. Planta 225, 1–12.
Borie B, Jacquiot L, Jamaux-Despre΄aux I, Larignon P, Pe΄ros JP, 2002. Multilocus genetic structure and differentiation in populations of the fungi Phaeomoniella chlamydospora and Phaeoacremonium aleophilum on grapevine in France. Plant Pathology 51, 85–96.
Bowler C, van MontaguM, Inze΄ D, 1992. Superoxide dismutase and stress tolerance. Annual Review of Plant Physiology 43, 83–116.
Calzarano F, Cichelli A, OdoardiM, 2001. Preliminary evaluation of variations in composition induced by esca on cv. Trebbiano d’Abruzzo grapes and wines. Phytopathologia Mediterranea 40, S443–8.
Calzarano F, DiMarco S, Cesari A, 2004. Benefit of fungicide treatment after trunk renewal of vines with different types of esca necrosis. Phytopathologia Mediterranea 43, 116–23. Calzarano F, Amalfitano C, Seghetti L, D’Agostino V, 2007. Foliar treatments of esca-proper affected vines with nutrients and bioactivators. Phytopathologia Mediterranea 46, 207–17.
Calzarano F, D’Agostino V, Del CarloM, 2008. Trans-resveratrol extraction from grapevine: application to berries and leaves from vines affected by esca proper. Analytical Letters 41, 649–61.
Camps C, Kappel C, Lecomte P et al., 2010. A transcriptomic study of grapevine (Vitis vinifera cv. Cabernet-Sauvignon) interaction with the vascular ascomycete fungus Eutypa lata. Journal of Experimental Botany 61, 1719–37.
Catesson AM, Czaninski Y, Peresse M, MoreauM, 1976. Secre΄tions intravasculaires de substances ‘gommeuses’ par des cellules associe΄es aux vaisseaux en re΄action a` une attaque parasitaire. Socie΄te΄ Botanique de France 134, 93–107.
Chiarappa L., 1959. Wood decay of the grapevine and its relationship with black measles disease. Phytopathology, 49, 510-519.
Chiarappa L., 1997. Phellinus igniarius: the cause of spongy decay of black measles (“esca”) disease of grapevines. Phytopathologia Mediterranea, 36, 109-111.
Christen D, 2006. Towards an Integrative Management of Eutypa Dieback and Esca Disease of Grapevine. Zurich, Switzerland: University of Zurich, PhD thesis.
Christen D, Scho¨nmann S, Jermini M, Strasser RJ, De΄fago G, 2007. Characterization and early detection of grapevine (Vitis vinifera) stress responses to esca disease in situ chlorophyll fluorescence and comparison with drought stress. Environmental and Experimental Botany 60, 504–14.
Cortesi P, FischerM,Milgroom MG, 2000. Identification and spread of Fomitiporia punctata associated with wood decay of grapevine showing symptoms of esca. Phytopathology 90, 967–72.
Cottral E, Pascoe IG, Edwards J, Jaudzems G, Taylor PA, 2004. Host–pathogen interaction of Phaeomoniella chlamydospora, causal organisms of Petri disease, in grapevine tissue. Phytopathologia Mediterranea 43, 150.
Coutos-The΄venot P, Poinssot B, Bonomelli A et al., 2001. In vitro tolerance to Botrytis cinerea of grapevine 41B rootstock in transgenic plants expressing the stilbene synthase VST1 gene under the control of a pathogeninducible PR10 promoter. Journal of Experimental Botany 52, 901–10.
Crous PW, GamsW, Wingfield MJ, van Wyck PS, 1996. Phaeoacremonium gen. nov. associated with wilt and decline diseases of woody hosts and human infections. Mycologia 88, 786–96.
Decoin M, 2001. Grapevine products: news on withdrawals and restrictions. Phytoma 543, 28–33.
Del Rio JA, Gonzalez A, Fuster MD et al., 2001. Tylose formation and changes in phenolic compounds of grape roots infected with Phaeomoniella chlamydospora and Phaeoacremonium species. Phytopathologia Mediterranea 40, S394–9.
Del Rio JA, Go΄mez P, Ba΄idez A, FusterMD, Ortun˜o A, FriasV, 2004. Phenolic compounds have a role in the defence mechanism protecting grapevine against the fungi involved in Petri disease. Phytopathologia Mediterranea 43, 87–94.
Di Marco S, Mazzulo A, Calzarano F, Cesari A, 2000. The control of esca: status and perspectives. Phytopathologia Mediterranea 39, 232–40.
Di Marco S, Calzarano F, Osti F,Mazzulo A, 2004a. Pathogenicity of fungi associated with decay of kiwifruit. Australasian Plant Pathology 33, 337–42.
Di Marco S, Osti F, Cesari A, 2004b. Experiments on the control of esca by Trichoderma. Phytopathologia Mediterranea 43, 108–15.
Dupont J, LalouiW, Magnin S, Larignon P, Roquebert MF, 2000. Phaeoacremonium viticola, a new species associated with esca disease of grapevine in France. Mycologia 92, 499–504.
Du Pont J., W. Laloui and M.F.Roquebert, 1998. Partial ribosomal DNA sequences show an important divergence between Phaeoacremonium species isolated from Vitis vinifera. Mycological Research, 102, 631-637.
Edwards J, Laukart N, Pascoe IG, 2001. In situ sporulation of Phaeomoniella chlamydospora in the vineyard. Phytopathologia Mediterranea 40, 61–6.
Edwards J, Constable F, Wiechel T, Salib S, 2007a. Comparison of the molecular tests – single PCR, nested PCR and quantitative PCR (SYBR_Green and TaqMan_) – for detection of Phaeomoniella chlamydospora during grapevine nursery propagation. Phytopathologia Mediterranea 46, 58–72.
Edwards J, Salib S, Thomson F, Pascoe IG, 2007b. The impact of Phaemoniella chlamydospora infection on the grapevine’s physiological response to water stress – part 1: Zinfandel. Phytopathologia Mediterranea 46, 26–37.
Edwards J, Salib S, Thomson F, Pascoe IG, 2007c. The impact of Phaeomoniella chlamydospora infection on the grapevine’s physiological response to water stress – part 2: Cabernet Sauvignon and Chardonnay. Phytopathologia Mediterranea 46, 38–49.
Edwards J, Pascoe IG, Salib S, 2007d. Impairment of grapevine xylem function by Phaeomoniella chlamydospora infection is due to more than physical blockage of vessels with ‘goo’. Phytopathologia Mediterranea 46, 87–90.
Eskalen A, GublerWD, 2001. Association of spores of Phaeomoniella chlamydospora, Phaeoacremonium inflatipes, and Pm. aleophilum with grapevine cordons in California. Phytopathologia Mediterranea 40, S429–32.
Eskalen A, Feliciano AJ, GublerWD, 2007a. Susceptibility of grapevine wounds and symptom development in response to infection by Phaeoacremonium aleophilum and Phaeomoniella chlamydospora. Plant Disease 91, 1100–4.
Essakhi S, Mugnai L, CrousW, Groenewald JZ, Surico G, 2008. Molecular and phenotypic characterisation of novel Phaeoacremonium species isolated from esca diseased grapevines. Persoonia 21, 119–34.
Evidente A, Sparapano L, Andolfi A, Bruno G, 2000. Two naphthalenone pentaketides from liquid cultures of Phaeoacremonium aleophilum, a fungus associated with esca of grapevine. Phytopathologia Mediterranea 39, 162–8.
Farr DF, Rossman AY, 2011. Fungal Databases, Systematic Mycology and Microbiology Laboratory, Agricultural Research Service, United States Department of Agriculture. [http:// nt.arsgrin. gov ⁄ fungaldatabases ⁄ fungushost ⁄ FungusHost.cfm]. Accessed 10 July 2011.
Ferreira J.H.S., P.S. Van Wyk and E. Venter, 1994. Slow dieback of grapevines: association of Phialophora parasitica with slow dieback of grapevines. South African Journal of Enology and Viticulture, 15, 9-11.
Fischer M, 2002. A new wood-decaying basidiomycete species associated with esca of grapevine: Fomitiporia mediterranea (Hymenochaetales). Mycological Progress 1, 315–24.
Fischer M, 2006. Biodiversity and geographic distribution of basidiomycetes causing esca-associated white rot in grapevine: a worldwide perspective. Phytopathologia Mediterranea 45, 30–42.
Fischer M, BinderM, 2004. Species recognition, geographic distribution and host–pathogen relationships: a case study in a group of lignicolous basidiomycetes, Phellinus s.l. Mycologia 96, 799–811.
Fischer M, Kassemeyer HH, 2003. Fungi associated with esca disease of grapevine in Germany. Vitis 42, 109–16.
Fischer M, Edwards J, Cunnington JH, Pascoe IG, 2005. Basidiomycetous pathogens on grapevine: a new species from Australia – Fomitiporia australiensis. Mycotaxon 92, 85–96.
Fourie PH, Halleen F, 2002. Investigation on the occurrence of Phaeomoniella chlamydospora in canes rootstock mother vines. Australasian Plant Pathology 31, 425–7.
Fussler L, Kobes N, Bertrand F, Mauray M, Grosman J, Savary S, 2008. A characterization of grapevine trunk diseases in France from data generated by the National Grapevine Wood Diseases Survey. Phytopathology 98, 571–9.
Gramaje D, Armengol J, 2011. Fungal trunk pathogens in the grapevine propagation process: potential inoculum sources, detection, identification, and management strategies. Plant Disease 95, 1040–55.
Gramaje D, Armengol J, Mohammadi H, Banihashemi Z, Mostert L, 2009. Novel Phaeoacremonium species associated with Petri disease and esca of grapevine in Iran and Spain. Mycologia 101, 920–9.
Gramaje D, Garcia-Jime΄nez J, Armengol J, 2010. Field evaluation of grapevine rootstocks inoculated with fungi associated with Petri disease and esca. American Journal of Enology and Viticulture 61, 512–20.
Graniti A, Surico G,Mugnai L, 2000. Esca of grapevine: a disease complex or a complex of diseases? Phytopathologia Mediterranea 39, 16–2
GroenewaldM, Kang J, Crous PW, GamsW, 2001. ITS and b-tubulin phylogeny of Phaeoacremonium and Phaeomoniella species. Mycological Research 105, 651–7.
Grosman J, 2008. Observatoire National des Maladies du Bois: Bilan de 4 Anne΄es d’Observations. Angers, France: Euroviti.
Grosman J, Doublet B, 2012.Maladies du bois de la vigne. Synthe`se des dispositifs d’observation au vignoble, de l’observatoire 2003–2008 au re΄seau d’e΄pide΄mio-surveillance actuel. Phytoma 651, 31–5.
Halleen F, Crous PW, Petrini O, 2003. Fungi associated with healthy grapevine cuttings in nurseries, with special reference to pathogens involved in the decline of young vines. Australasian Plant Pathology 32, 47–52.
Hausner G, Eyjolfsdottir G, Reid J, Klassen GR, 1992. Two additional species of the genus Togninia. Canadian Journal of Botany 70, 724–34.
Hewitt W.B., 1957. Some manifestations of black measles of grapevines. Phytopathology, 47, 16. (Abstract).
Hunt JS, Gale DSJ, Harvey IC, 2001. Evaluation of Trichoderma as bio-control for protection against wood-invading fungi implicated in grapevine trunk diseases. Phytopathologia Mediterranea 40(Suppl.), S485–6.
Hunter JJ, Volschenk CG, Le Roux DJ, Fouche΄ GW, Adams L, 2004. Plant Material Quality, a Compilation of Research. Stellenbosch, South Africa: ARC Infruitec-Nietvoorbij, Research Reports.
Jamaux-Despre΄aux I, Pe΄ros JP, 2003. Genetic structure in populations of the fungus Fomitiporia punctata associated with the esca syndrome in grapevine. Vitis 42, 43–51.
John S, Scott ES,Wicks T, Hunt J, 2004. Interactions between Eutypa lata and Trichoderma harzanium. Phytopathologia Mediterranea 43, 95–104.
Kalomira E, FischerM, Dimou D, Dimou DM, 2006. Fomitiporia mediterranea infecting citrus trees in Greece. Phytopathologia Mediterranea 45, 35–9.
Larignon P. and B. Dubos, 1987. Les sιquences parasitaires impliquιes dans le syndrome de l’esca. Symposium sur la lutte intιgrιe en viticulture. Logrono, Portugal, 3-5 mars, 1987
Larignon P., 1991. Contribution ΰ l’identification et au mode d’action des champignons associιs au syndrome de l’esca de la vigne. Thθse de Doctorat, Universitι de Bordeaux II, U.F.R. de Sciences, Bordeaux, France.
Larignon P, Dubos B, 1997. Fungi associated with esca disease in grapevine. European Journal of Plant Pathology 103, 147– 57.
Larignon P., 1999. Preliminary results on the biology of Phaeoacremonium. In: Black goo – Occurrence and Symptoms of Grapevine Declines. IAS/ICGTD Proceedings 1998 (L. Morton, ed.), International Ampelography Society, Fort Valley, VA, USA, 49-55.
Larignon P, Dubos B, 2000. Preliminary studies on the biology of Phaeoacremonium. Phytopathologia Mediterranea 39, 184–9.
Larignon P, Darne G, Menard E, Desache F, Dubos B, 2008. Comment agissait l’arse΄nite de sodium sur l’esca de la vigne? Progre`s Agricole et Viticole 125, 642–51.
Larignon P, Fontaine F, Farine S, Cle΄ment C, Bertsch C, 2009. Esca et black dead arm: deux acteurs majeurs des maladies du bois chez la vigne. Comptes Rendus de l’Acade΄mie des Sciences III-Vie 333, 765–83.
Lehoczky J, Szabolcs M, 1983. A szolotokek sztereumos elhalasa. Kertgazdasag 15, 53–66.
Letousey P, Baillieul F, Perrot G et al., 2010. Early events prior to visual symptoms in the apoplectic form of grapevine esca disease. Phytopathology 100, 424–31.
Lindeberg G, Holm G, 1952. Nature and formation of phenol oxidases in Polyporus zonatus and P. versicolor. Physiologia Plantarum 5, 100–14.
Lorena T, Calamassi R, Mori B,Mugnai L, Surico G, 2001. Phaeomoniella chlamydospora–grapevine interaction: histochemical reactions to fungal infection. Phytopathologia Mediterranea 40, S400–6.
Luini E, Fleurat-Lessard P, Rousseau L, Roblin G, Berjeaud JM, 2010. Inhibitory effects of polypeptides secreted by the grapevine pathogens Phaeomoniella chlamydospora and Phaeoacremonium aleophilum on plant cell activities. Physiological Molecular and Plant Pathology 74, 403–11.
Magnin-Robert M, Letousey P, SpagnoloAet al., 2011. Leaf strip of esca induces alteration of photosynthesis and defence reactions in presymptomatic leaves. Functional Plant Biology 38, 856–66.
Marrs KA, 1996. The functions and regulation of glutathione S-transferases in plants. Annual Review of Plant Physiology 47, 127–58.
Martin N, Vesentini D, Rego C,Monteiro S, Oliveira H, Boavida Gerreira R, 2009. Phaeomoniella chlamydospora infection induces changes in phenolic compounds content in Vitis vinifera. Phytopathologia Mediterranea 48, 101–8.
May MJ, Vernoux T, Leaver C, vanMontaguM, Inze΄ D, 1998. Glutathione homeostasis in plants: implications of environmental sensing and plant development. Journal of Experimental Botany 49, 649–67.
Mazzullo A, Di Marco S, Osti F, Cesari A, 2000. Bioassays on the activity of resveratrol, pterostilbene and phosphorous acid towards fungi associated with esca of grapevine. Phytopathologia Mediterranea 39, 357–65.
Morton, L., 1995. Mystery diseases hit young vines. Wines and Vines, 76, 46-47.
Mostert L, Groenewald JZ, Summerbell RC, GamsW, Crous PW, 2006. Taxonomy and pathology of Togninia (Diaporthales) and its Phaeoacremonium anamorphs. Studies in Mycology 54, 1– 113.
Mugnai L., R. Imbriani and G. Surico, 1996a. Indagine sulla diffusione e gravitΰ del “mal dell’esca” in alcuni vigneti della Toscana. Informatore Fitopatologico, 46(6), 50-56.
Mugnai L., G. Surico and A. Esposito, 1996b. Microflora associata al mal dell’esca in Toscana. Informatore Fitopatologico, 46(11), 49-55.
Mugnai L., A.M. Contesini, G. Surico, A. Graniti, R. Imbriani and N. Bianco, 1996c. Recenti progressi nella conoscenza del “mal dell’esca” della vite in Italia. Convegno nazionale “Arsenico, Sμ-No”, 14 dicembre 1995, Coidropo, Udine, Forum fitoiatrici, ERSA, Udine, Italy, 115-132.
Mugnai L, Graniti A, Surico G, 1999. Esca (black measles) and brown wood streaking: two old and elusive diseases of grapevines. Plant Disease 83, 404–17.
OEPP⁄ EPPO, 2008. Certification scheme. No. PM4 ⁄8 (2): pathogen-tested material of grapevine varieties and rootstocks. EPPO Bulletin 38, 422–9.
Petit AN, Vaillant N, Boulay M, Cle΄ment C, Fontaine F, 2006. Alteration of photosynthesis in grapevines affected by esca. Phytopathology 96, 1060–6.
Petri L., 1912. Osservazioni sopra le alterazioni del legno della vite in seguito a ferite. Le Stazioni Sperimentali Agrarie Italiane, 45, 501-547.
Ravaz L., 1898. Sur le folletage. Revue de Viticulture, 10, 184-186.
Reisenzein H, Berger N, Nieder G, 2000. Esca in Austria. Phytopathologia Mediterranea 39, 26–34.
Retief E,McLeod A, Fourie PH, 2006. Potential inoculum sources of Phaeomoniella chlamydospora in South African grapevine nurseries. European Journal of Plant Pathology 115, 331–9.
Ridgway HJ, Sleight BE, Stewart A, 2002. Molecular evidence for the presence of Phaeomoniella chlamydospora in New Zealand nurseries, and its detection in rootstock mothervines using species-specific PCR. Australasian Plant Pathology 31, 267– 71
Rolshausen PE, Gubler WD, 2005. Use of boron for the control of eutypa dieback of grapevines. Plant Disease 89, 734–8.
Rolshausen PE, Greve LC, Labavitch JM, Mahoney NE, Molyneux RJ, Gubler WD, 2008. Pathogenesis of Eutypa lata in grapevine: identification of virulence factors and biochemical characterization of cordon dieback. Phytopathology 98, 222–9.
Rolshausen PE,U΄ rbez-Torrez JP, Rooney-Latham S, 2010. Evaluation of pruning wound susceptibility and protection against fungi associated with grapevine trunk diseases. American Journal of Enology and Viticulture 61, 113–9.
Rooney-Latham S, Eskalen A, Gubler WD, 2005. Occurrence of Togninia minima perithecia in esca-affected vineyards in California. Plant Disease 89, 867–71.
Rudelle J, Octave S, Kaid-HarcheM, Roblin G, Fleurat-Lessard P, 2005. Structural modifications induced by Eutypa lata in the xylem of trunk and canes of Vitis vinifera. Functional Plant Biology 32, 537–47.
Scheck H, Vasquez S, Folge D, GublerWD, 1998. Three Phaeoacremonium spp. cause young grapevine decline in California. Plant Disease 82, 590.
Serra S,Mannoni MA, Ligios V, 2008. Studies on the susceptibility of pruning wounds to infection by fungi involved in grapevine wood diseases in Italy. Phytopathologia Mediterranea 47, 234–46.
SosnowskiMR, CreaserM, Wicks T, 2004. Evaluating fungicides as pruning wound treatments to control eutypa dieback. The Australian& New Zealand Grapegrower & Winemaker 485, 51–3.
Spagnolo A, Marchi G, Peduto F, Phillips AJL, Surico G, 2011. Detection of Botryophaeriaceae species within grapevine woody tissues by nested PCR, with particular emphasis on the Neofusicoccum parvum⁄ N. ribis complex. European Journal of Plant Pathology 129, 485–500.
Spagnolo A, Magnin-Robert M, Alayi TD et al., 2012. Physiological changes in green stems of Vitis vinifera L. cv. Chardonnay in response to esca proper and apoplexy revealed by proteomic and transcriptomic analyses. Journal of Proteome Research 11, 461–75.
Spinosi J, Fe΄votte J, 2008. Le Programme MATPHYTO. Matrice Cultures – Expositions aux Pesticides Arsenicaux. Saint- Maurice, France: Institut de Veille Sanitaire.
Stamp JA, 2001. The contribution of imperfections in nursery stock to the decline of young vines in California. Phytopathologia Mediterranea 40(Suppl.), 369–75.
Surico G, 2009. Towards a redefinition of the diseases within the esca complex of grapevine. Phytopathologia Mediterranea 48, 5.
Surico G,Marchi G, Braccini P,Mugnai L, 2000. Epidemiology of esca in some vineyards in Tuscany (Italy). Phytopathologia Mediterranea 39, 190–205.
Surico G,Mugnai L,Marchi G, 2006. Older and more recent observations on esca: a critical review. Phytopathologia Mediterranea 45, 68–86.
Surico G,Mugnai L,Marchi G, 2008. The esca disease complex. In: CiancioA,Mukerji KG, eds. IntegratedManagement of Diseases Caused by Fungi, Phytoplasma and Bacteria. Dordrecht, Netherlands: Springer Science+Business Media B.V, 119–36.
Tabacchi R, Fkeyrat A, Poliart C, Dubin GM, 2000. Phytotoxins from fungi of esca of grapevine. Phytopathologia Mediterranea 39, 156–61.
Valtaud C, Larignon P, Roblin G, Fleurat-Lessard P, 2009a. Developmental and ultrastrutural features of Phaeomoniella chlamydospora and Phaeoacremonium aleophilum in relation to xylem degradation in esca disease of the grapevine. Journal of Plant Pathology 91, 37–51.
Valtaud C, Thibault F, Larignon P, Bertsch C, Fleurat-Lessard P, Bourbouloux A, 2011. Systemic damage in leaf metabolism caused by esca infection in grapevines. Australian Journal of Grape Wine Research 17, 101–10.
Viala P., 1926. Recherces sur les maladies de la vigne. Esca. Annales epiphyties, 12, 5-108.
Vinet E., 1909. L’apoplexie de la vigne en Anjou. Revue de viticulture, 32, 676-681.
Wagschal I, Abou-Mansour E, Petit AN, Cle΄ment C, Fontaine F, 2008. Wood diseases of grapevine: a review on eutypa dieback and esca. In: Ait Barka E, Cle΄ment C, eds. Plant– Microbe Interactions. Kerala, India: Research Signpost, 367– 91.
Waite H,Morton L, 2007. Review: hot water treatment, trunk diseases and other critical factors in the production of highquality grapevine planting material. Phytopathologia Mediterranea 46, 5–17.
Whiteman SA, Stewart A, Ridgway HJ, Jaspers MV, 2007. Infection of rootstock mother-vines by Phaeomoniella chlamydospora results in infected young grapevines. Australasian Plant Pathology 36, 198–203.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *